«Body Count Motherfuckeeeeer!».
Με αυτήν την αξέχαστη ιαχή πολέμου ξεκινούσε το Body Count του 1992, εκείνο το πύρινο ντεμπούτο του side project του Ice T, σε μια ταραγμένη εποχή, κατά την οποία το Λος Άντζελες έβραζε από διαδηλώσεις και η αστυνομική βία προκαλούσε οδομαχίες. Το rap metal υβρίδιο των Body Count κόχλαζε από οργή και έτριζε τα δόντια του απέναντι στο ρατσιστικό κράτος, ξεμπροστιάζοντας το αστυνομικοκρατούμενο σύστημα των αστικών κέντρων.
Μέσα στα χρόνια οι Body Count συνέχισαν να κυκλοφορούν δίσκους, όταν ο Ice T έβρισκε χρόνο ανάμεσα στα σόλο LP του ή στους τηλεοπτικούς του ρόλους (ειρωνικά, ήταν συνήθως ρόλοι μπάτσων). Πλέον, όμως, το συγκρότημα είναι αποδεκατισμένο καθώς πολλά ιδρυτικά μέλη έχουν πεθάνει. Μόνο ο Ice T και ο κιθαρίστας Ernie C έχουν απομείνει να εξαπολύουν το thrash βιτριόλι κατά της «μηχανής».
Στα 2017, οι βασικές επιρροές των Body Count δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα: τα επιθετικά τους riff κινούνται ανάμεσα στους Black Sabbath και στους Suicidal Tendencies, αλλά και ανάμεσα στους Slayer και στους Bad Brains. Κανένα όμως κομμάτι του Bloodlust δεν αφήνει αποτύπωμα στον ακροατή και κάνενα riff δεν μπορεί να ακουστεί ως soundtrack σε σκηνές λαϊκής εξέγερσης –για να τις κινητοποιήσει δε, ούτε λόγος.
Το εξτρεμιστικό "Civil War" (με guest τον Dave Mustaine των Megadeth) ξεκινάει βέβαια τον δίσκο κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο μέσα σε metal πανικό, το "All Love Is Lost" (guest εδώ ο Max Cavalera) φτύνει μισογυνικό μίσος και το "Here I Go Again" γεννάει εικόνες ενός αιματοβαμένου b-movie. Πρόκειται ωστόσο για τραγούδια που ακολουθούν μια απλή φόρμουλα: ο Ice-T κραυγάζει για ένα κοινωνικό ζήτημα ώστε να θέσει το θεματικό τερέν, μετά βρίζει ακατάπαυστα για το πόσο «fucked up» είναι το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται και κάπου στη μέση ένα παχύρρευστο κιθαριστικό riff έρχεται για να κάψει τα ηχεία και να τα κάνει όλα ίσωμα.
Ενώ λοιπόν κάποτε οι Body Count προκαλούσαν αντιπαραβολές με τους Rage Against The Machine, πλέον μπορούν να συγκριθούν με ένα μεταλλικό κακέκτυπο των Limp Bizkit. Πριν δύο δεκαετίες, ασφαλώς, αυτή θα ήταν η χειρότερη προσβολή για την thrash συμμορία του Ice-T, αλλά ίσως να μη χολοσκάνε πλέον για την επικινδυνότητά τους, παρά να νοιάζονται μόνο για την εκτόνωσή τους. Το σαρωτικό Bloodlust μπορεί έτσι να νομίζει ότι λειτουργεί σαν εμπρηστικός μηχανισμός απέναντι στη ρατσιστική και βίαιη κοινωνία που το έθρεψε, μα πάσχει τόσο πολύ μουσικά και στιχουργικά, ώστε δεν είναι ικανό να παράξει έστω ένα τραγούδι-σύνθημα.
Οι Body Count δεν μπορούν πια να ξεσηκώσουν, δεν μπορούν καν να ενοχλήσουν. Ούτε μια ωμή ανταπόκριση από το πολεμικό μέτωπο των γκέτο δεν πείθουν ότι κάνουν με ειλικρίνεια, καθώς η οργή εδώ είναι τoποθετημένη μόνο για να συνοδεύει τη macho πόζα και τα (ανώδυνα) κωλοδάχτυλα προς πάσα κατεύθυνση. Μόνο το “No Lives Matter” κάνει ένα σχετικά ενδιαφέρον σχόλιο επάνω στο κίνημα του Black Lives Matter, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να αποκαλείται απόγονος του “Cop Killer”.
Αυτό το άλμπουμ, ας είναι το τελευταίο τους.
{youtube}lJljJV81YNk{/youtube}