Έχει πλέον περάσει σχεδόν μια δεκαετία από εκείνο το Gulag Orkestra, δηλαδή από τότε που έσκασε μύτη ο Zach Condon από το Νιού Μέξικο, ντυμένος «Βηρυττός», αλλά με φορεσιές των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης. Μπορούμε να συζητήσουμε για το πόσο ρηχή (ή μη) ήταν τότε η προσέγγισή του, ωστόσο δεν νομίζω ν' αρνηθούμε ότι είχε τις στιγμές της, έτσι ειδικά όπως έντυνε όλα τα παραπάνω με την indie ιδιοσυγκρασία του.
Κι αν τότε το νεαρό της ηλικίας δικαιολογούσε αρκετά (θετικά και αρνητικά), τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. 30άρης πια ο Condon, στον 4ο δίσκο του, θα περίμενε κανείς μια κάποια εμβάθυνση –ένα δείγμα ότι οι σπόροι του παρελθόντος έχουν δώσει καρπούς. Το Νο Νο Νο σε κάνει όμως να ξεχάσεις γρήγορα τέτοιες προσδοκίες.
Δεν αμφιβάλλω ότι ο δίσκος θα ακουστεί ευχάριστα από αρκετά αυτιά. Τούτο πάντως δεν γίνεται να σταματήσει τα δικά μου χασμουρητά. Γιατί, συγγνώμη, αν ο οποιοσδήποτε μουσικός έφαγε 10 χρόνια για να φτάσει στην πεμπτουσία του τίποτα που εδώ λέγεται “Pacheco” (δηλαδή σ’ ένα απελπιστικά μονότονο κομμάτι, με αστείο beat, παιδαριώδη μελωδία και ουσιαστική απουσία στίχων –κάτι «how looooong / just sooooo» δεν λογίζονται ως τέτοιοι), τότε μάλλον έχει κάνει κάτι λάθος στον επαγγελματικό του προσανατολισμό.
Κι αν το παραπάνω παράδειγμα είναι το πιο τραβηγμένο, δεν σημαίνει ότι η απλοϊκότητα δεν χαρακτηρίζει γενικά τον δίσκο –αρχής γενομένης από τον τίτλο του. Είναι βέβαια γνωστή η παρανόηση που συγχέει την απλότητα (δηλαδή το συνειδητά μη πολύπλοκο) με την απλοϊκότητα (δηλαδή την απουσία οποιασδήποτε εμβάθυνσης και την καταφυγή σε εύκολες και τυποποιημένες λύσεις). Εδώ, οτιδήποτε κι αν αναμειγνύει ο Condon, το κάνει επιδερμικά· ελπίζοντας πως η ανάμειξη από μόνη της θα είναι αρκετή. Κι από εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φύτεψε παλαιότερα, ό,τι απόμεινε είναι απλώς ένας εξωτισμός, ανήμπορος κι αυτός να αντισταθεί στην κανονικοποιητική ορμή μιας άνυδρης indie μελαγχολίας.
Σκεφτείτε ένα indie που θα ήθελε πολύ να έχει την εμβρίθεια των Arcade Fire, αλλά που απλά επικεντρώνεται σ’ ένα γενικό «feeling», με το οποίο προσπαθεί να φτιάξει μια κάποια διάθεση. Ορισμένες ενορχηστρωτικές τσαχπινιές εδώ ή εκεί δεν κάνουν μεγάλη διαφορά, αφού δεν έχουν να πατήσουν σε σοβαρή προσπάθεια σύνθεσης. Ακόμα κι αν ο Condon βγαίνει «τυπικώς εντάξει» από την όλη διαδικασία, η προσέγγισή του παραείναι άτολμη, χωρίς φαντασία, χωρίς γωνίες. Άρα και χωρίς κορυφές.
Έστω λοιπόν κι αν δεχθώ ότι το No No No διαθέτει μια αύρα και ότι μπορεί να συνοδεύσει άλλες δραστηριότητες/σκέψεις (πέραν της ακρόασης), θεωρώ ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει απλώς επειδή δεν έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει αφ’ εαυτού του. Δεν είναι δηλαδή μια ανοιχτή μουσική, που μένει ατελής μόνο και μόνο για να πληρωθεί στο αυτί του κάθε ακροατή· είναι αντιθέτως ένα περίκλειστο μουσικό σύμπαν γεμάτο κοινοτοπίες, οι οποίες, ακόμα κι αν είναι κατά περιστάσεις καλοπαιγμένες, δεν παύουν να παραμένουν αδιάφορες. Κοινώς, αντιγυρίζω μ’ ευχαρίστηση το τριπλό «No» του τίτλου και βάζω το CD στη δισκοθήκη να μαζεύει κι αυτό τη σκόνη που του αναλογεί.
{youtube}v=G8lOkgyPcaU{/youtube}