Είναι απορίας άξιον πώς μία αιθέρια και αντι-εμπορική οντότητα σαν την Julia Holter καταφθάνει στα αυτιά μας μέσω των γνωστών μέσων αναπαραγωγής της ποπ κουλτούρας, και όχι μέσω σκοτεινών, περιθωριακών zines νεομπαρόκ περιεχομένου ή ηλεκτρονικών σελίδων avant-garde θεματολογίας, περί αναβίωσης musique concrète κινημάτων. Η απάντηση, εν τέλει, είναι απλή: μετα-μοντέρνοι (μουσικοί) καιροί.
Αν επιχειρήσει κανείς να αποδομήσει το δαιδαλώδες φάσμα ερεθισμάτων της μόλις 30χρονης Καλιφορνέζας, θα έρθει αντιμέτωπος με ευρήματα με τα οποία ίσως δεν έχει ξαναβρεθεί σε επαφή –ίσως μάλιστα να αισθανθεί και υποδεέστερος απέναντί τους. Στη χαοτική λίστα συγκαταλέγονται ταινίες του Andrei Tarkovsky, μεσαιωνικοί τροβαδούροι και ινδικά ragas, έργα σύγχρονων συνθετών κλασικής μουσικής όπως ο Gyorgy Ligeti και ποιήματα του Oswald Egger. Το εντυπωσιακό της υπόθεσης, όμως, είναι πως η Julia Holter έχει επινοήσει μια μαγική φόρμουλα, μέσω της οποίας καταφέρνει να μετατρέψει όλα αυτά τα ερεθίσματα σε πρακτικά στοιχεία έμπνευσης, καθρεφτίζοντάς τα μετέπειτα στους δίσκους της προκειμένου να αποδοθεί ένα συγκεκριμένο κάθε φορά συναίσθημα.
Έτσι, καθένα από τα τρία μέχρι στιγμής άλμπουμ της, περιστρεφόταν γύρω από έναν συγκεκριμένο πολιτισμικό/θεματικό άξονα. Το θεατρικό και δυστοπικό Tragedy (2011) εμπνέεται από τον Ιππόλυτο του Ευρυπίδη· το ψυχεδελικά παγανιστικό Ekstasis (2012) θεμελιώνεται πάνω σε ορισμένες μόνο σειρές έργων της Virginia Woolf και του Frank O’ Harra· και η πιο φιλόδοξη κυκλοφορία της, το Loud City Song (2013), δανείζεται στοιχεία από το σύμπαν που δημιούργησε η Γαλλίδα συγγραφέας Colette στη νουβέλα της Gigi. Δίσκοι μεγαλεπήβολοι, οι οποίοι –με το επιπρόσθετο θεματικό βάρος που κουβαλούν– δεν κατάφεραν να ορθοσταθούν και να διανύσουν πολλά μίλια στις ψυχές των ακροατών.
Αντιθέτως, το φετινό Have You In My Wilderness είναι δουλειά πιο οριοθετημένη, με συνθέσεις και θεματολογίες που μοιάζουν πιο προσιτές από ποτέ. Χωρίς να αναγκαστεί να υποκύψει σε εκπτώσεις, η Holter μετατοπίζεται εδώ σε μονοπάτια διαυγούς ποπ πιο διακριτά, χαρτογραφημένα και περπατημένα, πάντα όμως πνευματώδη. Με μια ηχογραφική προσέγγιση που αναδεικνύει για πρώτη φορά με τόσο αδιαπραγμάτευτο και κρυστάλλινο τρόπο τις φωνητικές της ικανότητες –οι οποίες παραπέμπουν σε προσωπικές μούσες σαν την Joni Mitchel ή τη Linda Perhacs– το Have You In My Wilderness φαντάζει ως ό,τι πιο κοντινό έχει πλησιάσει η Julia Holter σε προσωπικό άλμπουμ συναισθηματικής κατάθεσης, στον ρόλο αυτή τη φορά όχι του αφηγητή, αλλά του φανταστικού πρωταγωνιστή των δανεικών της ιστοριών.
Η Αμερικανίδα δημιουργός συνεχίζει λοιπόν την «παράδοση» του concept album, τώρα όμως οι στίχοι δεν βασίζονται σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό προϊόν, αλλά σε πολλά διαφορετικά, με τα τραγούδια να περικυκλώνουν μια βασική ραχοκοκαλιά: αυτή της εξουσίας, της δυναμικής και των ρόλων στις ανθρώπινες σχέσεις.
Το “Shilouettes”, κομμάτι-ορισμός της εκλεπτυσμένης ποπ δωματίου με οργασμική κατάληξη των εγχόρδων, εξιστορεί την περιπέτεια δύο αδερφών που αδημονούσαν εμμονικά για την επιστροφή του κοινού εραστή τους. Στον λογοτεχνικά ελεγειακό και εικονοπλαστικό σπαραγμό του “How Long?” («Stay here with me til morning /With the three-man orchestra playing»), φωτογραφίζεται το μετέωρο άλγος της ίδιας της Holter μέσα από τη Sally Bowles –ηρωίδα στο βιβλίο του Christopher Isherwood, Berlin Stories. Στην ίδια λογική, το αισθαντικά γαργαλητικό “Lucette Stranded On The Island” αποτελεί μία μυστηριακή ωδή στο υποσυνείδητο, πηγάζουσα από έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα της νουβέλας Chance Acquaintances της Colette, ενώ το σχεδόν jazz fusion συνονθύλευμα του “Vasquez” αναφέρεται στον θρύλο ενός Mεξικάνου ληστή, βόρεια των λόφων του L.A.
Στο ίδιο πνεύμα χωροταξικής συστολής, οι ενορχηστρωτικοί βερμπαλισμοί προηγούμενων δουλειών είτε περιορίζονται σε ορισμένες εμπνευσμένες εξάρσεις, είτε εξαλείφονται ριζικά, δίνοντας βήμα σε πιο συμβατικές ποπ φόρμες και μουσικές επενδύσεις. Το εναρκτήριο “Feel You”, αλλά και το “Sea Calls Me Home”, επιτρέπουν στη Holter να φανερώσει για πρώτη φορά τόσο έκδηλα τις Laurel Canyon επιρροές της, ενώ το “Everytime Boots” αποτελεί ένα ψυχεδελικό μπουρλέσκ μονόπλανο. Το “Night Song”, πάλι, έρχεται οπλισμένο με βιολιά τα οποία έχουν απορροφήσει όλους τους ζωτικούς ζωμούς από τα χώματα που πάτησαν οι νεο-ρομαντικοί και σύγχρονοι πειραματιστές, ενώ στο απόλυτο κομψοτέχνημα του δίσκου “Betsy On The Roof” η συγκρουσιακή ένωση της ποπ με το εξωπραγματικό αποφέρει μια έναστρη, απόκοσμη μπαλάντα (α)συνειδησιακού βυθίσματος.
Μετά την πρώτη ακρόαση, ο δίσκος μοιάζει πυκνός, πολύπλοκος: σαν αγκαθώδης λαβύρινθος αριστοκρατικής έπαυλης. Μετά όμως από διαδοχικές περιπλανήσεις, αναδεικνύεται αέρινος και φωσφορίζων –όσο ένα πασπαλισμένο με χρυσόσκονη πούπουλο, που προσγειώνεται στην επιφάνεια μιας παγωμένης λίμνης. Το Have You In My Wilderness δεν επιζητά, λάγνα και εμμονικά, την κατάκτηση των πιο απλησίαστων κορυφών της πειραματικής ποπ. Ο αθεράπευτος, υποβόσκων του ρομαντισμός δεν του επιτρέπει μία τέτοια άπληστη επιδίωξη. Το μόνο που εν τέλει αναζητεί, ευγενικά και επιδέξια, είναι τη θέση του στην ψυχή όλων εκείνων των ακροατών, που οι μετα-μοντέρνοι (μουσικοί) καιροί τους έχουν αφαιρέσει δόσεις ευτυχίας από την τελετουργία του συναισθηματικού δεσίματος με έναν δίσκο.
{youtube}OERixQR-hxY{/youtube}