Ασυνήθιστο για δισκοκριτική, πλην απαραίτητο, είναι να ξεκινήσει το κείμενο αυτό με ένα αξίωμα: η ημέρα που ένας καινούργιος Motörhead δίσκος βρίσκεται στα ράφια, είναι μια ημέρα χαράς και περηφάνιας για όσους το rock ‘n’ roll είναι (ή θα ήθελαν να είναι) ο τρόπος ζωής τους.
Κι αν έχει μία φορά σημασία να δώσεις προσοχή στην εκάστοτε μουσική επίδοση της μπάντας, άλλη τόση –και ακόμα περισσότερη– έχει να αναλογιστείς την τύχη σου, που ήσουν εδώ όταν ο LEMMY (μόνο κεφαλαία, παρακαλώ) και το γνησιότερο πνευματικό παιδί του (γιατί βιολογικά παιδιά του όλοι έχουμε μια πιθανότητα να είμαστε), έκανε ακόμα ένα δισκογραφικό βήμα.
Βεβαίως, για να μπορούν σήμερα οι Motörhead να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία μετά από 40 χρόνια παρουσίας και 22 δίσκους στην πλάτη, είναι αναγκαίοι οι συμβιβασμοί και οι συνθηκολογήσεις. Και ευτυχώς ο ηγέτης τους, τώρα πια που πλησιάζει τα 70, δείχνει ώριμος για όλα αυτά. Απόδειξη, ότι μπροστά στην απειλή της πλήρους και ανεπίστρεπτης κατάρρευσης του οργανισμού του, ανακοίνωσε ότι αντικαθιστά το 1 μπουκάλι μπέρμπον ημερησίως με αντίστοιχη ποσότητα βότκας, η οποία είναι λιγότερο επιβαρυντική και φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα με τις αμφεταμίνες. Αναμφίβολα, ωραίο πράγμα η ωριμότητα…
Bad Magic λοιπόν και όλα τα χαρακτηριστικά που έχτισαν το μοναδικό μουσικό ύφος αυτής της μπάντας, είναι ακόμα παρόντα. Βάση των πάντων το αγέρωχο groove από το μπάσο Του και τα ποδοβολητά του συμπατριώτη μας Mickey Dee. Εμπνευσμένα κιθαριστικά περάσματα, άλλοτε ως δαιμονισμένα σόλο και άλλοτε με τη μορφή blues riffs. Τέλος, η φωνή Του: η οποία σε στιγμές μοιάζει τσακισμένη από τις καταχρήσεις, αλλά πάνω από όλα αφήνει μια αίσθηση ηρωική, δίνοντας σινιάλο ότι ακόμα αντέχει. Ξεχωριστές πινελιές ο απρόσμενος guest, μία πολύ πετυχημένη διασκευή κλασικού κομματιού και η καλύτερη power ballad που έχετε ακούσει εδώ και πολλά χρόνια. Αντικειμενικά, τι άλλο να ζητήσεις σήμερα από τους Motörhead σήμερα;
Κορμός του Bad Magic είναι οι κλασικοί rock ‘n’ roll α-λα-Motörhead δυναμίτες, με ταχύτητες που ενίοτε φτάνουν στα όρια του punk/thrash, έτσι ώστε να δημιουργείται το δίλημμα: «Να κοπανηθώ ή να χορέψω;». Πιο ξεχωριστά κομμάτια τα “Thunder Αnd Lighting” και “Tell Me Who To Kill”, τα οποία μοιάζουν βγαλμένα από τους δίσκους των early 1980s. Σημείο όμως αναφοράς είναι το “Devil”, όπου ο μεγάλος Brian May καταγράφεται ως ένα από τα πιο ξεχωριστά credits στη δισκογραφία τους. Στον αριθμό 9, το συγκλονιστικό “Till The End” πατάει στα βήματα προηγούμενων power ballads της ύστερης δισκογραφίας τους (π.χ. “God Was Never On Your Side”, “One More Fucking Time”), καταφέρνοντάς τα όμως καλύτερα.
Φινάλε του δίσκου, η διασκευή στο “Sympathy For The Devil”. Φόρος-τιμής στις μουσικές τους ρίζες, μα και μια αυθάδης υπενθύμιση του LEMMY (μόνο κεφαλαία, είπαμε!) προς τους Rolling Stones, σχετικά με το ποιος γερόλυκος είναι πραγματικά βιονικός… Long live Motörhead and Rock ‘n’ Roll!
{youtube}I4qHmryJYs0{/youtube}