«Η Sharon Kovacs τραγουδούσε πριν ακόμη αρχίσει να μιλάει», αναφέρει η αυτοβιογραφική σελίδα του ιστότοπού της και δεν μπορώ παρά μόνο να αναλογιστώ πόσο ωραία ασίστ θα έδινε η παραπάνω ηλίθια κλισεδούρα για να ξετυλιχτεί μια κριτική-καταπέλτης, η οποία θα ειρωνευόταν με κυνικό πνεύμα την «αταλαντοσύνη» (sic) της μικρής Ολλανδέζας. Πόσο μάλλον την one-hit-wonder «ανύπαρκτη» δυναμική της, που κατάφερε να γοητέψει τα ελληνικά ραδιοκύματα του τίποτα και τους (κυρίως θηλυκού γένους) «ανίδεους» ακροατές, όσους κατά βάση τη βρίσκουν με τη λαϊκο-ποπ ταβερνιάρικη υποκουλτούρα, αλλά πού και πού αρέσκονται στη βρώση ενός πιο εναλλακτικού γκουρμέ άσματος, με σκοτεινή περιβολή (που ανέκαθεν γοήτευε τους μουσικόφιλους της ημεδαπής).
Συγχωρήστε με λοιπόν που θα σας στερήσω την ανάγνωση ενός απολαυστικά εκνευριστικού κειμένου λανθάνουσας ελιτίστικης νοοτροπίας, μα το Shades Of Black διαθέτει αληθινή αξία, άρα –κατά προέκταση– και η Kovacs που το δημιούργησε. Αποτελεί εξαίρετο δείγμα δυναμικής alternative soul γραφής σε ελάσσονα κλίμακα, ενώ είναι όντως και «σκοτεινά» γοητευτικό, με κάμποσες διαχρονικές αναφορές μεν, μα με αυτοτελή ταυτότητα. Ως απόσταγμα μιας διαρκούς προσπάθειας αναγνώρισης η οποία έβρισκε σθεναρή αντίσταση στους κάθε λογής επαΐοντες του πενταγράμμου, αποτελεί μουσική κατάθεση με χαρακτήρα και ψυχή, με εθιστικώς μελωδικές κεντρικές ατράκτους και με γεμάτες, εντυπωσιακές ενορχηστρώσεις.
Πέρα από το γνωστό mega hit "My Love" –την επιτυχία του οποίου θεωρώ παραδοξότητα, αφού σπάνια πλέον αναγνωρίζονται μαζικά τόσο άρτια κατασκευασμένα κομμάτια– το άλμπουμ περιέχει άλλες 11 αξιόλογες στιγμές, που θα μπορούσαν με άνεση να βρίσκονται στη θέση του. Αποτέλεσμα; Ένας έξυπνα δομημένος δίσκος, ο οποίος σε κάνει να ξεχάσεις το μπουτόν του skip αφού τα τραγούδια που διαδέχονται το ένα το άλλο ακολουθούν μια κεντρική υφολογική ιδέα, δίνοντας αυτοτελή προοπτική σε κάθε έκφανση αυτής. Κατορθώνοντας έτσι και να διαπρέπουν το καθένα ξεχωριστά, αλλά και να συνθέτουν μια συνολική εικόνα υψηλής αισθητικής –αποτέλεσμα της άψογης παραγωγής του Oscar Holleman.
Από την πλευρά της, η ίδια η Kovacs δίνει την απαραίτητη προσοχή στη λεπτομέρεια, με ερμηνείες χαρακτηριστικά καθαρής άρθρωσης, οι οποίες διακατέχονται και από την ιδιαίτερη υφή του ξεχωριστού της ηχοχρώματος. Χωρίς όμως ποτέ να καταφεύγει σε υπερβολές εύκολου εντυπωσιασμού. Και είναι τελικά αυτή η αίσθηση της απόλυτης μα τόσο εύθραυστης ισορροπίας που κερδίζει τις εντυπώσεις. Παραδίδεται λοιπόν μια ντουζίνα από μελαγχολικά παθιασμένες μεταμεσονύκτιες ιστορίες –η επιλεκτική απαρίθμηση ορισμένων εξ αυτών θα αδικούσε καταφανώς τις υπόλοιπες– συνοδεία πνευστών και εγχόρδων, με κυρίως soul/jazz χαρακτήρα. Δεν διστάζει όμως η Kovacs να διαβεί και τα trip hop λημέρια ("Diggin") ή να ασπαστεί πιο κινηματογραφικά μοτίβα, τα οποία θα εκτιμούσε ιδιαιτέρως το double-o-seven κοινό ("When The Lady's Hurt").
Με την πλήρη αδυναμία στήριξης ενός κατηγορητηρίου πάνω σε αντικειμενικής φύσεως κριτήρια να ομολογείται χωρίς τύψεις από τον υπογράφοντα, θα επιχειρηθεί μια στάση στο bonus track "Song For Joel" που κλείνει τον δίσκο σε ακουστική διάθεση, με την Kovacs γυμνή από τις ενορχηστρώσεις να κερδίζει το στοίχημα καθαρά πάνω στη βάση της συναισθηματικής εμπλοκής την οποία επιδεικνύει. Υπενθυμίζει έτσι πως το ωμό ταλέντο όντως υπερισχύει της κάστας των άχρωμων εραστών του σολφέζ και πως δεν θα ήταν αυταπάτη η αναμονή μιας αντίστοιχα εντυπωσιακής συνέχειας και στο μέλλον –ενδεχόμενο το λιγότερο συναρπαστικό.
{youtube}CR6M_sqTVqE{/youtube}