Η μανία των Βρετανών να ανακαλύπτουν κάθε χρόνο τους επόμενους εγχώριους μουσικούς ήρωες (κόντρα στα σημεία των καιρών) έχει καταντήσει σχεδόν γραφική. Οι λίστες BBC Sound of... από τη μία, το Critics' Choice των Brit Awards από την άλλη, μα και η σταθερή παράδοση των next big things του NME∙ μεγαλόστομες προβλέψεις και διακρίσεις, οι οποίες σπάνια επιβεβαιώνονται στην πράξη.
Σχεδόν κάθε χρόνο, λοιπόν, ανάμεσα στα νέα «καυτά» ονόματα βρίσκεται και ένας singer/songwriter, ο οποίος κατά βάση είναι ποπ και πλασάρεται με ένα κάπως πιο ποιοτικό προφίλ. Έτσι, το 2014 είχαμε τον Sam Smith, το 2013 τον Tom Odell και το 2012 τον Michael Kiwanuka –μακράν η καλύτερη περίπτωση από όλους τους. Ο φετινός κρίκος αυτής της απόλυτα προβλέψιμης αλυσίδας δεν είναι άλλος από τον James Bay. O 24χρονος Βρετανός τερμάτισε δεύτερος στο BBC Sound of 2015, κέρδισε το Critics' Choice στα φετινά Brits, ενώ ήταν υποψήφιος και για καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος από το MTV.
Kρίνοντας με βάση το ντεμπούτο του, ο συγκεκριμένος δεν φαίνεται να είναι προικισμένος με καμία από τις αρετές των προαναφερθέντων «προκατόχων» του. Δεν διαθέτει δηλαδή ούτε την εντυπωσιακή φωνή του Sam Smith, ούτε την ποιότητα των συνθέσεων του Kiwanuka, ούτε καν τις catchy μελωδίες του Tom Odell, που συναντήσαμε σε κάποια από τα κομμάτια του –μετριότατου, κατά τα άλλα– ντεμπούτο του.
To Chaos And The Calm είναι ένας εντελώς απογοητευτικός, κάτω του μετρίου δίσκος, ο οποίος όχι μόνο πάσχει από παντελή έλλειψη ιδεών, όχι μόνο στερείται οποιουδήποτε βάθους, αλλά δεν διαθέτει καν τα απαραίτητα χιτάκια, που ενδεχομένως θα του έδιναν μερικούς μήνες ζωής –με εξαίρεση το αξιοπρεπές "Hold Back The River", στο οποίο μάλλον πρέπει και να χρεωθεί η μέχρι τώρα εξαιρετική εμπορική του πορεία (#1 στη Βρετανία, #15 στην Αμερική).
Με το συνολικό επίπεδο του δίσκου να είναι τόσο χαμηλό, όμως, είναι πράγματι αμφίβολο ότι αυτός ο ενθουσιασμός του κοινού θα διατηρηθεί για πολύ. Μελωδίες νερόβραστες ("Incomplete", "Move Together"), τετριμμένες ("Need The Sun To Break", "Get Out While You Can") και συχνά παιδαριώδεις ("Best Fake Smile", "Collide"). Ερμηνείες μέτριες, που στις ψηλές νότες γίνονται έως και ενοχλητικές ("Let It Go", "Scars"), και ενορχηστρώσεις πέρα για πέρα ρουτινιάρικες («προνόμιο» όλων των κομματιών).
Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα ντεμπούτο δίχως την παραμικρή ταυτότητα, που δεν μαρτυρά και κάποιο ιδιαίτερα ξεχωριστό ταλέντο από την πλευρά του δημιουργού του. Είναι ανεδαφικό λοιπόν να γίνεται λόγος για τον «επόμενο μουσικό ήρωα της Βρετανίας» από τη στιγμή που, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη πυροτέχνημα.
{youtube}mqiH0ZSkM9I{/youtube}