Μπορεί να χρειάζεται ένα άλμπουμ-καταπέλτης με λίγες μέρες δουλειάς στο στούντιο για να εδραιωθείς σαν ιερό τοτέμ μιας post-punk γενιάς, αλλά χρειάζεται να διανύσεις μακρύ δρόμο με τρεις (τουλάχιστον) αναγεννήσεις σε πέντε δεκαετίες για να μεταπηδήσεις από το νεο-μαρξιστικό μανιφέστο του σκεπτόμενου punk rocker στο ψεκασμένο, τεχνοφοβικό heavy alt-rock.
Ο Andy Gill –μόνος εναπομείναντας από τα ιδρυτικά μέλη των Gang Of Four– πάντα ένιωθε άβολα στο χρονοντούλαπο και έχει επενδύσει τα πάντα για να διατηρήσει ζωντανό έναν ακμαίο θρύλο. Όμως στην πραγματικότητα το 9ο άλμπουμ των Βρετανών προκαλεί στον ακροατή τη θαμπή αίσθηση του παρηκμασμένου μεγαλείου, γεγονός που επιβαρύνεται από το θανάσιμο πλήγμα της αλλαγής τραγουδιστή. Πραγματικά, τα άχρωμα φωνητικά του John “Gaoler” Sterry προδίδουν μια απόμακρη πόζα, η οποία θεωρώ ότι υπονομεύει την ιστορία και το ασυμβίβαστο πνεύμα μιας μπάντας που είχε τον δυναμισμό και τη γνησιότητα σαν σήμα κατατεθέν στις ένδοξες δικές του salad days.
Τα τραγούδια του What Happens Next, αν και διαθέτουν νυχτερινό σασπένς, αδυνατούν να μεστώσουν έναν ικανοποιητικό δίσκο: μένουν παγιδευμένα μέσα στην ίδια τους την περιοριστική δίνη. Αντί λοιπόν για ένα επίκαιρο σχόλιο με σαρκαστικό πνεύμα, προσφέρουν ένα υπερφίαλο φιλοσοφικό παζάρεμα με δυστοπικούς εφιάλτες, οι οποίες θα απασχολούσαν μπάντες όπως οι Stabbing Westward ή οι Filter στη δεκαετία του 1990. Το αγέραστο post-punk πνεύμα και οι ριπές κιθαρισμών, υποχωρούν για χάρη ενός τεχνολογικού κομφορμισμού που κανείς δεν ζήτησε.
Υπάρχουν επίσης κάποια mainstream μικρο-ολισθήματα, κάτι άστοχοι υπέρμετροι ενθουσιασμοί που κάνουν τάκλιν στην ιδέα ενός άλμπουμ με φρεσκάδα από τους πάλαι ποτέ ιδεολόγους του punk, καθώς και τραγούδια όπως το “The Dying Rays” με φωνητικά από τον Γερμανό Herbert Grönemeyer (θυμίζει/αντιγράφει των David Bowie της δεκαετίας του 1980) και με έντονο αλληθωρισμό προς τον ήχο των Depeche Mode.
Όλα τους κάνουν τον δίσκο εύκολα προσβάσιμο και άβολο ταυτόχρονα, λόγω της αέναης βαρύτητας της σκιάς του Entertainment! (1979). Ευτυχώς υπάρχουν και στιγμές όπως το "England’s In My Bones" με την Alison Mosshart και δυο-τρία ακόμη απολαυστικά μορφώματα, που κάνουν ακόμα και τον πιο ισχυρογνώμονα πιουρίστα να αφήσει κατά μέρους τη νοσταλγία και να κοντοσταθεί.
Όλα τους κάνουν τον δίσκο εύκολα προσβάσιμο και άβολο ταυτόχρονα, λόγω της αέναης βαρύτητας της σκιάς του Entertainment! (1979). Ευτυχώς υπάρχουν και στιγμές όπως το "England’s In My Bones" με την Alison Mosshart και δυο-τρία ακόμη απολαυστικά μορφώματα, που κάνουν ακόμα και τον πιο ισχυρογνώμονα πιουρίστα να αφήσει κατά μέρους τη νοσταλγία και να κοντοσταθεί.
{youtube}zwFHiSRc19E{/youtube}