4 χρόνια πριν, ο Sir Robert Bryson Hall II ήταν ένας 20άχρονος από το Μέριλαντ με μεγάλα όνειρα, έντονες φιλοδοξίες, πίστη στον στόχο του και μια αγνή αγάπη για την ιστορία του χιπ χοπ. Εν έτει 2014, ως Logic πλέον, έχει στο βιογραφικό του τα εξής:
- τέσσερα mixtapes που κέρδισαν τον σεβασμό της ραπ κοινότητας, αλλά και τον ιδιόμορφο παραλληλισμό του με τον... Frank Sinatra!
- μια θέση στην καθιερωμένη ετήσια λίστα του XXL (2013) με τους πιο ελπιδοφόρους ράπερ
- ένα ντεμπούτο να κυκλοφορεί υπό την αιγίδα της ιστορικής Def Jam, κάτι που σημαίνει πως ολοκλήρωσε επιτυχώς το απαιτητικό άλμα από τα mixtapes στο στούντιο (για ρωτήστε και τους Papoose ή Saigon επ' αυτού...)
- τη δημιουργική καθοδήγηση του No ID (παραγωγός των Jay-Z, Kanye West, Common και Big Sean, μεταξύ άλλων)
- τη θέση #4 στα charts του Billboard για το Under Pressure, που σημαίνει εμπορική αποδοχή μακράν ευρύτερη εκείνης ενός πιστού πλην ολιγάριθμου underground ακροατηρίου
Η οποία ήρθε βέβαια χάρη σε συνεργασίες με πιο αποδεδειγμένους καλλιτέχνες, που τον έβαλαν στους σωστούς κύκλους, αλλά και χάρη στη διάθεσή του να «οργώσει» συναυλιακά την αμερικανική ήπειρο.
Ένα "Intro" αναλαμβάνει να σε καλωσορίσει στο Under Pressure, με μόνο ένα πιάνο να συνοδεύει την κατάθεση ταυτότητας από μεριάς του Logic: «But I'm not defined by the sales of my first week / 'Cause in my mind the only way I fail, if my verse weak». Για την επόμενη (παραπάνω από μία) ώρα το ταξίδι θα αποδειχτεί σκεπτόμενο, ευφάνταστο, καλλιτεχνικά συνειδητοποιημένο, με σαφή κατεύθυνση και με αίσθηση του μέτρου. Παραγωγικά την πλειονότητα των τραγουδιών ανέλαβε ο ίδιος ο Logic και ο πρωτοεμφανιζόμενος –μα ικανότατος– 6ix. Οι οποίοι, μαζί με τη συνδρομή γνώριμων ονομάτων όπως οι S1 και M-Phazes (σε δύο κομμάτια), χτίζουν ένα ηχητικό έργο ομοιογενές, συμπαγές, μελωδικό, αλλά συνάμα σε υπερένταση· μοντέρνο μεν, με γνώση και σέβας στους μουσικούς προγόνους δε.
Με το μουσικό χαλί να είναι λοιπόν όχι μόνο στρωμένο, μα και ιδιαίτερα θελκτικό, ο Logic φροντίζει ως ράπερ όχι απλά να το πλαισιώσει επαρκώς, αλλά και να το απογειώσει με την απόδοσή του στο μικρόφωνο και με τη διάδρασή του με τα ίδια τα beats. Ακούστε για παράδειγμα πώς καβαλάει το γεμάτο πλήκτρα instrumental του “Soul Foo D”, επιβάλλοντας τον δικό του ρυθμό ή πώς δένει ιδανικά το flow-γλωσσοδέτη με ένα φαινομενικά αταίριαστο beat όπως αυτό του “Gang Related”. Θέλετε κι άλλο; Δεν έχετε παρά να τσεκάρετε το “Buried Alive” και το ρυθμικό κρεσέντο του Αμερικανού στη μέση του, με ρίμες σε ρυθμό μυδραλίου. Δεν είναι όμως μόνο οι ταχύτητες που «χτυπάει» ο ράπερ, οι οποίες τον ξεχωρίζουν. Δείχνει εδώ ότι είναι αρκετά σταϊλάς στο μικρόφωνο για να διαχωρίσει επαρκώς τον εαυτό του από τον σωρό, όσο και καλός στιχοπλόκος, ώστε να βάλει στο κόλπο τον απαίδευτο, διατηρώντας συνάμα το ενδιαφέρον και του υποψιασμένου ακροατή.
Οι αρνητικές κριτικές που γράφτηκαν στα διεθνή μέσα χτύπησαν όλες τον νεαρό MC στο ίδιο σημείο: ότι φέρνει στο μυαλό ήδη αναγνωρισμένους καλλιτέχνες, «κλέβοντας» το δικό τους ύφος προκειμένου να κάνει επιτυχία επάνω σε δημιουργικούς χαρακτήρες ήδη εδραιωμένους μουσικά. Σύμφωνοι, ακούγοντας το Under Pressure θα σου έρθει στο μυαλό ο Kendrick Lamar ως προς το συνολικό όραμα, ο Drake ως προς το πλασάρισμα στο μικρόφωνο, ο J Cole τόσο ως MC, όσο και ως προς την οπτική επάνω στα beats –ίσως και ο Mac Miller σε σημεία. Υπάρχει όντως μια τέτοια παράμετρος.
Το να αφοριστεί όμως ένα ηχητικό έργο τόσο καλοφτιαγμένο και προσεγμένο επάνω σε αυτήν και μόνο τη βάση, εκτός από τραβηγμένο και μεροληπτικό, επικεντρώνει στη μοναδική εστία προβληματισμού για ένα άλμπουμ πολύ καλό κατά τα λοιπά, εκ μέρους ενός από τους πλέον ανερχόμενους καλλιτέχνες στο σημερινό χιπ χοπ.
{youtube}ozIdmHtTJMs{/youtube}