Η κυκλοφορία ενός νέου δίσκου από τους Shellac είναι από μόνη της μια κάποια είδηση, δεδομένης της σχετικής σπανιότητάς της. 7 χρόνια λοιπόν μετά το Excellent Italian Greyhound, το τρίο των Steve Albini, Bob Weston & Todd Trainer κυκλοφορεί τον πέμπτο μόλις δίσκο του σ’ ένα διάστημα 22 ετών.
Προτού ωστόσο αναζητήσω το Dude Incredible προς ακρόαση, αισθάνθηκα την ανάγκη για μια εισαγωγή, για ένα προκαταρκτικό. Υποθέτοντας πως τα πράγματα θα είναι λίγο-πολύ παρόμοια, ήθελα να θυμηθώ «απ’ το πρωτότυπο» εκείνη την πώρωση που μου προκαλούσαν κάποτε τα ξεχαρβαλωμένα ακόρντα του Albini· και ήξερα ακριβώς πού να αποταθώ: το δισκάκι του Terraform (κυκλοφορία του 1998) βγήκε χωρίς δεύτερη σκέψη από τη δισκοθήκη μου –κάπως καταπονημένο είναι η αλήθεια από την πολυχρησία του παρελθόντος και ακολούθως τον παροπλισμό ετών– κι εκείνα τα μονολιθικά ¾ του “Didn’t We Deserve A Look At You The Way You Really Are” με χτύπησαν κατευθείαν· «σαν να μην πέρασε μια μέρα».
Η ίδια φράση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στα περισσότερα από τα συμπεράσματα σχετικά με το Dude Incredible. Η υπόθεση μετατράπηκε γρήγορα σε σιγουριά: στα ίδια, γνωστά λημέρια κινούνται οι Shellac και την ίδια έξαψη επιδιώκουν. Και δεν έχουν καμία διάθεση να το κρύψουν, με την έννοια ότι δεν χρησιμοποιούν προπετάσματα καπνού (τρικάκια και επιφανειακές διαφοροποιήσεις) για να καλύψουν την εμμονική σκιαγράφηση του ίδιου πάντοτε κύκλου. Ξέρουν, μάλλον καλύτερα από τον καθένα, πως το κόλπο (τους) δεν έχει να κερδίσει πολλά από την όποια πρωτοτυπία μπορούν να προσθέσουν με 2-3 καινούργια υλικά. Σημασία έχει να καταλήξουν σ’ εκείνη την έξαψη. Και ως προς αυτό, το Dude Incredible δεν λανθάνει. Τραγούδια όπως το ομώνυμο ή το “Riding Bikes”, αφενός επιβεβαιώνουν πως οι Shellac βρίσκονται σε καλή φόρμα, αφετέρου ανακεφαλαιώνουν αρκετούς από τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να δώσουν στα πράγματα την απαιτούμενη ενέργεια –του καυστικού χιούμορ (ή και του χαβαλέ) συμπεριλαμβανομένου.
Μπορεί, βέβαια, να προκύψει ένα προβληματάκι. Ο ήχος και η γενική αισθητική των Shellac ξεπήδησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως μία παρέκκλιση της γενικής ροκ κανονικότητας (ένα είδους αντι-ροκ αν θέλετε). Μπορεί λοιπόν να γίνει λίγο αμήχανο το γεγονός πως ό,τι άρχισε τότε ως παρέκκλιση, έχει πλέον μετατραπεί σε ξεχωριστή κανονικότητα: οι παρακάμψεις, δηλαδή, σε μια ωραιότατη ευθεία. Βλέπετε έχουν περάσει αρκετά χρόνια, ώστε αυτό που κάποτε συνιστούσε ριζοσπαστικοποίηση, τώρα θεωρείται μέχρι και κομφορμισμός. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, μα και άλλα τα δεδομένα και οι προτεραιότητες.
«Σώζονται» όμως οι Shellac από τα παραπάνω, κυρίως γιατί δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή. Θες πες τους ριζοσπάστες, θες κομφορμιστές, εδώ το ζήτημα είναι το ροκ εν ρολ και η πολλή θεωρία μπορεί ωραιότατα να μας αδειάσει τη γωνιά, αν δεν είμαστε και τόσο του γούστου της. Στο κάτω-κάτω, οι Shellac είναι ακόμα μία μπάντα που μπορεί να γκρουβάρει του θανατά πάνω στις ιδιορρυθμίες τις οποίες θέσπισε με την «ιδρυτική της διακήρυξη» (εκείνο το At Action Park του 1994). Άρα ποιος ο λόγος να «επανεφεύρει εαυτόν», όταν αυτός δεν έχει ακόμα εξαντληθεί; Αστεία πράγματα…
Εξακολουθούν λοιπόν οι Shellac να παίζουν εκείνο το παράδοξα φλογισμένο μετα-ροκενρόλ στο οποίο μας συνηθίσανε· να παραθέτουν σε επαρκείς δόσεις μία προς μία τις ιδιορρυθμίες τους: τα περίεργα μετρήματα, την τάση προς τις επαναληπτικές δομές, τη χαρακτηριστικής οξύτητας κιθάρα του Albini, τα εμπρηστικά ξεσπάσματα. Παραμένουν φυσικά κι ένα τρίο με εξαιρετικές ισορροπίες στο εσωτερικό του, με λειτουργικές αποστάσεις και με άμεση αλληλοκάλυψη. «Λογικά», επομένως, φτιάχνουν έναν ιδιαίτερα χορταστικό δίσκο –διάρκειας 32 μόλις λεπτών– αν και εξίσου «λογικά» δεν αποφεύγουν και τις αδυναμίες τους.
{youtube}StooJzxAfrc{/youtube}