Ήμουν πραγματικά περίεργος για το τι θα εμπεριείχε τελικά το Now, Then & Forever, καθώς παρακολουθούσα (προ καιρού) τις επί σκηνής επιδόσεις των Earth, Wind & Fire και τα όσα έβλεπα –για να πω τη μαύρη αλήθεια– ήταν απογοητευτικά: «αναιμική» θα χαρακτήριζα με ένα επίθετο την κάθε performance της μπάντας που έτυχε να δω, καθώς εκείνη η ακαταμάχητη αίσθηση του ρυθμού την οποία διέθεταν στο ζενίθ τους έμοιαζε χαμένη για πάντα.

Επιπλέον, το Now, Then & Forever, που έρχεται 8 χρόνια μετά το Illumination, έχει μια συντεταγμένη μάλλον δυσάρεστη για τους οπαδούς των Αμερικανών: δεν συμμετέχει ο 74χρονος (πλέον) Maurice White, παρά μόνο ηθικά, γράφοντας δηλαδή τις σημειώσεις του καινούριου δίσκου, νιώθοντας κατά πώς φαίνεται την ευθύνη να υποστηρίξει το πνευματικό του παιδί• κάτι απόλυτα λογικό. Από την άλλη, ο Philip Bailey –αν και δεν συμμετείχε στην αρχική σύνθεση της μπάντας, ήταν παρών κατά τη χρυσή δεκαετία του 1970– δεν υπογράφει απλώς όλες τις εδώ συνθέσεις, μα καθιστά τους Earth, Wind & Fire «οικογενειακή υπόθεση», φέρνοντας ως στελέχη στην ομάδα τον γιο, την κόρη και τη νύφη του. Δεν είναι απαραίτητα κακό, δεν γίνεται όμως να μη σε βάλει και σε σκέψεις.

Οι οποίες σκέψεις επιβεβαιώνονται τελικά στα εσώτερα του δίσκου, έστω και κατά το ήμισυ. Κι ας ακούμε ξανά, μετά από πάρα πολλά χρόνια, τα μαγικά πλήκτρα του Larry Dun• κι ας αισθανόμαστε ασφαλείς στις αγκάλες του μπάσου του Verdine White (μικρότερου αδελφού του Maurice), μιας δεν νοείται Earth, Wind & Fire σύνθεση χωρίς τουρμποπουσαρισμένο τετράχορδο. Γιατί, τόσο σε επίπεδο δημιουργίας, όσο και παραγωγής, το Now, Then & Forever μοιάζει να φτιάχτηκε με δύο διαφορετικές διαθέσεις.

Στο πρώτο 60% τα πράγματα κυλάνε πολύ συντηρητικά. Οι διδάκτορες του μαύρου fusion μεταξύ funk, soul, disco, cool jazz και R&B δείχνουν ότι θέλουν να γίνουν αρεστοί στα νεώτερα παιδιά κι έτσι οικειοποιούνται τις λογικές των μονόστρωτων παραγωγών του σήμερα (έστω κι αν βάζουν τις χαρακτηριστικές πινελιές τους) κι έχουν στα τύμπανα μπότες οι οποίες σε εκνευρίζουν. Δόξα όμως τω Θεώ, στο υπόλοιπο 40% αλλάζουνε τροπάρι.

Ξεκινούν λοιπόν με το επικό "Dance Floor" (που ξεχειλώνει βέβαια ελαφρώς), συνεχίζουν με το μυστηριακό "Splashes" –κερδίζει άνετα τις εντυπώσεις με τη γεμάτη echo κορνέτα, τους αναλογικούς συνθετήτες και τη lounge διαστημική του ατμόσφαιρα– κι ακολουθεί το "Night Of My Life", η κοφτή κιθάρα του οποίου σε γυρίζει με επιτυχία στα 1970s και στο (ταυτόχρονα) ξυραφάτο και σαλονάτο fun(k) των Earth, Wind & Fire. Κι έρχεται στο τέλος και το μεσαίων ταχυτήτων "Rush", σύνθεση ερωτιάρα μέχρι κόκαλου, για να σε ξεκουνήσει με τα φωνητικά του Bailey. Ο οποίος ναι μεν δεν μπορεί πια να κάνει τα κλασικά φωνητικά «ουρανίσκου» που τόσο διάσημο τον κατέστησαν, συμπληρώνεται όμως από απολαυστικά δεύτερα φωνητικά και πνευστά.

Θετικό ή αρνητικό το πρόσημο, θα ρωτήσετε. Θα απαντήσω ότι οι Earth Wind & Fire δεν καταβυθίστηκαν και έβγαλαν ένα άλμπουμ που και την παρτίδα της δισκογραφίας τους έσωσε (από τη στιγμή που αποφάσισαν να κάνουν ακόμα μία δουλειά) και στο #11 των αμερικάνικων charts τους έφερε. Προσωπικά μάλιστα πιστεύω ότι δεν θα βγάλουν άλλον δίσκο δίχως τον White, οπότε ίσως εδώ να έχουμε το αξιοπρεπέστατο τερμάτισμα μιας εκπληκτικής πορείας.

{youtube}tgfKIlDG4hw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured