Παρέα με κάποιον κύριο Truscinski, μου έχουν κλέψει επανειλημμένα την καρδιά από καταβολής της συνύπαρξής τους ως ντουέτο, πίσω στα 2010. Με αφορμή δε την αρχική κλοπή, από τότε οδηγούμαι τόσο στη σόλο εργασία όσο και στις λοιπές συνεργασίες τούτου του χειρωνάκτη της ακουστικής.
Αναφέρω ως γέφυρα τη θέση του στους Violators του Kurt Vile και το σπλιτ με τους Sun City Girls, αν και για τους πιο λεοντόκαρδους (ή/και ελαφρώς καμένους) τα τρία κεφαλαία λατινικά GHQ ίσως να χτυπάνε μερικές συχνοτικές χορδές. Αναφέρω και ως άγκυρα τις αμερικάνικες roots καταβολές του αγαπητού κυρίου Steve Gunn, καθώς και τις έξεις του για ανοίγματα στα μήκη και στα πλάτη του παγκόσμιου ήχου, όπως άλλωστε ουκ ολίγοι εκ των συνασκητών και συμπατριωτών του –απ’ τον μέγα John Aloysius Fahey μέχρι τον Sir Richard Bishop, για να βολευτούμε και πάλι με ονόματα τα οποία έχουν υπερκεράσει το θαλασσινό τείχος του Ατλαντικού.
Στη σόλο και Time Off προκείμενη, βέβαια, τα πράματα είναι πιο απλά και πιο προσβάσιμα. Δεν είναι ανάγκη δηλαδή να διαθέτεις ακροατική εμπειρία στους κώδικες του οργανικού τζαμαρίσματος, όπως για παράδειγμα συνέβαινε μέχρι ενός σημείο στο περσινό Ocean Parkway (ως Gunn-Truscinski Duo αυτό). Ούτε χρειάζεται να υπομείνεις την απομάκρυνση απ’ τη φόρμα του τραγουδιού και τις πιο ασφαλείς συχνότητες του μέσου όρου. Μ’ άλλα λόγια, το Time Off υπάρχει ως ένα άλμπουμ απ’ αυτά που λέμε singer/songwriter, με την προσθήκη μιας καθέτου και μιας ιδιότητας ακόμη: εκείνης του κιθαρίστα που γνωρίζει εξ ίσου το μάθημά του και το παιχνίδι με τις αισθήσεις, γνωρίζει και τα σημεία ισορροπίας μεταξύ τραγουδοποιίας και οργανοπαιξίας. Ας πούμε –και πάλι ολίγον απλουστευτικά– πως συνυπάρχουν εντός του ο Dylan και ο Fahey, ως κορυφές του παγόβουνου στο κόλπο του ο καθένας.
Στα πλαίσια αυτής ακριβώς της λογικής, η φωνή δρασκελίζει ελαφρώς προς τα πίσω στη μίξη και η κιθάρα στέκεται παραπάνω απ’ ότι συνήθως στη βασική διαδρομή των σπειροειδών ριφ. Όποτε μάλιστα ξεστρατίζει, το πράττει σχεδόν πάντα με γνώμονα τη λειτουργικότητα των τραγουδιών, αλλά δίχως να σκλαβώνεται στην εξ ορισμού αυστηρότητα της δομής τους, ψηλαφίζοντας συνεχώς σχέσεις και πιθανότητες.
Τουτέστιν, η σχετικότητα του χώρου του τραγουδιού αποδεικνύεται και στην πράξη, καθώς κιθάρα, μπάσο, ντραμς και φωνή επιδίδονται σ’ ένα χαμηλόφωνο, κοσμικό τελετουργικό, το οποίο απλά περνάει απέναντι δίχως να έχει ανάγκη της γνωστές ίντι παπάντζες του κουλ και της ανεξαρτησίας. Προσεγγίζοντας μάλιστα αυτό που αποκαλούμε «θεραπευτική ιδιότητα» της μουσικής, τόσο έντονα και με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην ντρέπομαι να δηλώσω ευθαρσώς την ύπαρξή της, ακόμα κι αν έτσι ζυγώνω εν γνώσει μου σε επικίνδυνες περιοχές.
{youtube}kSjy41Te2eU{/youtube}