III;;; Πότε ακούσαμε δηλαδή το II και δεν το θυμάμαι; Παρότι λοιπόν το Remember Who You Are αποτελεί το ένατο δισκογραφικό βήμα των Korn, το διακριτικό ΙΙΙ το τοποθετεί αμέσως μετά τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, το ομώνυμο ντεμπούτο δηλαδή και το Life Is Peachy –του 1994 και 1996 αντίστοιχα. Ένας διακριτικός (;) τρόπος για να δηλώσει η μπάντα πως επιστρέφει στον ακατέργαστο και άγριο ήχο του ξεκινήματός της; Ή μήπως μια κατά τα τινά ακύρωση όλων των δίσκων που παρεμβλήθηκαν, έως το φετινό βήμα επανόδου στο προσκήνιο; Και δεν είναι και λίγοι... Όπως και να έχει, η παρέα του Jonathan Davis, με την προσθήκη του live περκασιονίστα τους Ray Luzier ως κανονικό πλέον μέλος και τον Ross Robinson να επιστρέφει πίσω από την κονσόλα της παραγωγής (μιάμιση δεκαετία μετά), επιχειρεί με το Remember Who You Are να θυμηθεί εξαρχής τι σημαίνουν και ποιοι είναι οι Korn ως συγκρότημα. Δυστυχώς μας το θυμίζουν κι εμάς με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

Όταν επιχειρείς επιστροφή στα γενοφάσκια σου το κυριότερο που πρέπει να προσέξεις είναι το αποτέλεσμα να μην μοιάζει με κακέκτυπο του αρχέτυπου ήχου σου. Στο III: Remember Who You Are όμως, οι Korn κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Καταρχήν, πώς είναι δυνατόν να έχεις παράγει εννέα δίσκους σε δεκαέξι χρόνια, όλους στο αυτοπεριοριστικό πλαίσιο του nu metal ήχου (πολλές φορές πριν καν περάσει διετία) και να μην έχεις πέσει σε δημιουργικό αδιέξοδο; Οι εποχές επιτυχιών τύπου “Freak On A Leash” φαντάζουν πλέον πολύ μακρινές. Πόσο μάλλον αφότου ο Brian “Head” Welch άφησε το σχήμα προς αναζήτηση θρησκευτικών ανησυχιών το 2005 και το ίδιο έπραξε έναν χρόνο μετά και ο David Silveria. Τετραμελείς πλέον οι Korn μετά τις παραπάνω απώλειες και προσθήκες, επιχειρούν εδώ να μην ακουστούν ως cover band του εαυτού τους, μα να παράγουν κάτι νέο και συνάμα γνώριμο. Τα καταφέρνουν. Όμως αυτή είναι και η μόνη τους επιτυχία εδώ.

Το κυριότερο πρόβλημα με τους Korn του σήμερα είναι το ίδιο με τους Korn του χθές. Και έχει να κάνει με δύο τινά: θεματολογία και μουσική κατεύθυνση. Οι φωνητικοί θεατρινισμοί του Jonathan Davis και η επαναλαμβανόμενη στιχουργική του περί ψυχοσωματικής βίας, αυτολύπησης και χιλίων-δύο παραλειπόμενων δεινών αποδεικνύονται πράγματα κουραστικά. Καταπιάνεται με βαρύτατα θέματα αλλά η προσέγγιση είναι επιδερμική. Γιατί αν δεν έχεις σκοπό μέσω της τέχνης σου να επουλώσεις τις πληγές σου και να αμβλύνεις τα αρνητικά συναισθήματα, τότε ποιο το όφελος; Και για τον καλλιτέχνη μα και για τον ακροατή μια τέτοια αμφίδρομη σχέση με όποια ψυχαναλυτικά στοιχεία μπορεί να εμπεριέχει είναι ζωτικής σημασίας να στοχεύει κάπου. Είτε σε δραματική κάθαρση, είτε σε συμφιλίωση με τους δαίμονες που σε κατατρέχουν. Εννέα (ξαναλέω) άλμπουμ στη σειρά και η μονότονη επιμονή του Davis έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Μαζοχιστικά θαρρείς συντηρεί τα αρνητικά συναισθήματα, το μίσος και τον φθόνο. Δεν ψάχνει διέξοδο από τα σκατά –απλά κολυμπάει σε τούτα και ακολούθως λατρεύει να σιχαίνεται τον εαυτό του για αυτό.

Ως μια ανεξάντλητη κι ακούραστη Drama Queen, ο Davis αποτυγχάνει και στο εκφραστικό επίπεδο καθώς μεταφέρει το οποιοδήποτε συναίσθημα θέλει να αποδώσει με αποστομωτική έλλειψη φαντασίας, καταφεύγοντας στις εύκολες λύσεις των επιγραμματικών καταθέσεων –τύπου κλάματος, σχιζοφρενικού γέλιου, αγωνιωδών βρόγχων και ακατάληπτων φθόγγων– για να μας επικοινωνήσει με παιδιόθεν ευθύτητα τα (αν)εγκεφαλικά του προβλήματα. Και το γεγονός πως ένας (πλέον) σαραντάρης απευθύνεται ακόμη στα δύσμοιρα νιάτα της αμερικανικής κοινωνίας σαν να είναι συνομήλικός τους χαρακτηρίζει από μόνο του τον ίδιο τον Davis σαν στυγνό εκμεταλλευτή μιας εύθραυστης ψυχοσύνθεσης, παρά σαν εκφραστή μιας εφιαλτικής πραγματικότητας.

Ερμηνευτικά πάλι, το φωνητικό εύρος του Davis δείχνει να έχει στενέψει επικίνδυνα καθώς οι πολλαπλοί εαυτοί που έχει δείξει πως μπορεί να παρουσιάσει ακόμη και μέσα σε ένα τραγούδι λάμπουν εδώ δια της απουσίας τους. Στη θέση τους βλέπουμε ένα γενικοφανές ύφος με αδιάφορο και στερούμενο πρωτοτυπίας χαρακτήρα. Στο ίδιο μονοπάτι κινείται και η μπάντα παράγοντας ριφ του σωρού με μηδενικό αυτοσχεδιασμό. Ακόμα και οι παλλόμενες χορδές του μπάσου–σήμα κατατεθέν των Korn είναι ρηχές στο άκουσμα, κάτι που μάλλον έχει να κάνει με την αναχρονιστική παραγωγή του Ross Robinson, ο οποίος, αντί να αναζωογονεί τον Korn ήχο τον κάνει ακόμη πιο ξερό. Με την εξαίρεση ίσως του “Pop A Pill”, το οποίο κορυφώνει με ένα υπόγειο κιθαριστικό κρεσέντο, τίποτα στο III: Remember Who You Are δεν προκαλεί τα αυτιά και το μυαλό.

Εκτός λοιπόν του (γκρίζου στην καλύτερη, κατράμι μαύρου στη χειρότερη) ψυχολογικού τοπίου πάνω στο οποίο στηρίζει τον λόγο του ο Davis στο παρόν άλμπουμ, έχουμε και τη μουσική αυτή καθεαυτή να μην αποτελεί τίποτα το ιδιαίτερο συνθετικά. Κρατάνε μεν οι Korn τον χαρακτήρα τους ως μπάντα, εντούτοις δεν πάνε πουθενά. Βαλτωμένοι καθώς μένουν στο nu metal πλαίσιο που τους ανέδειξε και βολεμένοι στα τριάντα-έξι περίπου εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων παγκοσμίως που έχουν πετύχει –εκφράζοντας τάχα τις ανησυχίες των πονεμένων νιάτων– συνεχίζουν να τραγουδάνε την τραγωδία μιας μιασματικής, χωρίς λόγου και αιτίας ύπαρξης, αποφεύγοντας να αναδείξουν κάποια διέξοδο από αυτή. Γιατί τότε ίσως και να προσφέρουν στο κοινό τους μια όντως διαφορετική λογική και μια πρόταση για έξοδο από τα προβλήματά του. Αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν θα αποφέρει τα αναμενόμενα έσοδα...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured