Ποια αρτίστικη αλχημεία να έχει άραγε διαποτίσει το οπερετικό φαλτσέτο του Hayden Thorpe με καυστικά γρυλίσματα της Πανσελήνου; Τα προ εικοσαετίας «στοργικά γρονθοκοπήματα» της πριμαντόνας του post-punk Billy Mackenzie και οι (πιο πρόσφατες χρονικά) λεπταίσθητες οιμωγές του Antony μηρυκάζονται από μια εστέτ φράξια ή αφορούν ουσιαστικά; Δύναται η σεξουαλική εξαχρείωση και ο κανιβαλικός ηδονισμός να υποθάλπουν αδήριτη ανάγκη τρυφερότητας και εγγύτητας; Στην τελική, μετά από ένα ελαφρώς ασυνεχές και υπερ-επιτηδευμένο ντεμπούτο όπως το Limbo, Panto – το οποίο διέθετε βέβαια ορισμένα highlights σαν το “She Purred While I Grrred” – πώς διάολε καταφέρνουν τα «ανήμερα θεριά» του Leeds να λειάνουν τις τραχιές επιφάνειες τους τόσο στιλπνά και να αναδείξουν τη δυναμική τους τόσο κατάφωρα, παραδίδοντας ένα – στη νιοστή υπέρτερο – art-funk πόνημα σαγηνευτικό μα συνάμα απωθητικό; Πλήθος (αναπάντητων) ερωτημάτων...

«This is a booty call! Μy boot up your asshole»: μια εναρκτήρια σαρκική άρια, παλαντζαρισμένη εύστοχα από μετρονομικό groove και μελαγχολικές α-λα-Johnny Marr κιθαριστικές κωδωνοκρουσίες, που οδηγεί στο ανθεμικό πλέον “Hooting And Hownling”• αρπέτζιο κιθαριστικές αντηχήσεις δηλαδή στον αφρό μιας κυκλοτερούς μελωδίας, υπό το φως αυστηρών κρουστών και του βιμπράτο ενός άφυλου indie Σεραφείμ από το Kendal, ο οποίος σκούζει περί βρούτων, ουρλιαχτών και λοιπών δαιμονικών.To baroque 'n' roll (ή μήπως indie βοντεβίλ;) αγρυπνεί και στο “All The King's Men”, με τις αντιστικτικές διφωνίες Fleming-Thorpe να μη διστάζουν να ντύσουν τις πιο απωθητικές σκέψεις με τις θελκτικότερες φωνές – όπως λ.χ. στην ονείρωξη/b-side πρώιμων Suede “When I'm Sleepy” («When I'm sleepy, needing supper you are the lips for me to pucker»).

Περισσότερες καμπανιστές κιθάρες, χορταστικότερη δόση από λαχτάρα για τροφή, γλεντοκόπια, αναρχία και όλα αυτά ιδωμένα υπό το πρίσμα μιας «αριστοκρατικής» λεπτότητας ήχου και παραγωγής αδύνατης να βρει αντίστοιχο στην παραγωγή του λυκόφωτος των zeroes. Ακόμα και αν μπουχτίσετε από τη θεατρικότητα και τις ψιλές του Thorpe, καραδοκεί το αρρενωπό, στακάτο στοιχείο του προαναφερθέντος διπόλου• το ομότιτλο τραγούδι του Two Dancers των Wild Beasts είναι ο πρώτος μικρός θρίαμβος αναδόμησης της ροκ φόρμας, χωρίς να χάσκουν οι ραφές αυτής. Ο δεύτερος – και καθοριστικότερος – ακούει στο όνομα “This Is Our Lot” και αποτελεί μια funky υμνωδία στη νεανική ασωτία, αψεγάδιαστης ενορχήστρωσης και ψύχραιμης, κατασταλαγμένης εκφοράς («We find ourselves dancing late/ Like young reprobates/ By the milky light of the mighty moon/ Find someone to nuzzle you/ And waltz from the room») – μια εκδοχή ίσως του πώς θα μπορούσε να ηχεί το Hail To The Thief ξέρετε ποιων. Η δε μετάβαση από την ασωτία στην...ασιτία (“Underbelly”) ξεκινά με πικρές διαπιστώσεις και καταλήγει σε ένα jingle νανουρίσματος.

Οι λεκτικοί φραγμοί αδυνατούν να μεταδώσουν τις ιδιαίτερες συναισθηματικές χροιές της πανανθρώπινης γλώσσας της μουσικής, ανεξαρτήτως καλλιτεχνικού και «μετρήσιμου» εκτοπίσματος αυτής. Ιδιαίτερα δε σε δουλειές σαν και το Two Dancers των Wild Beasts, καταδικασμένες σχεδόν να σφυρηλατήσουν μια βιωματική σχέση με τον ακροατή, ένα αμφοτεροβαρές δούναι και λαβείν το οποίο ακυρώνεται παρουσία «τρίτων». Και κάτι ακόμα: σε ένα γύρισμα της ιστορίας όπου απωλεστικοί αλγόριθμοι συμπίεσης διαμορφώνουν ακούσια το γούστο και την πρακτική πρόσληψης της μουσικής, τούτη η δουλειά – μεταξύ άλλων – επαναφέρει στο προσκήνιο το φορμά του άλμπουμ ως αυθύπαρκτη και συνεκτική ολότητα• η παράλειψη ενός τραγουδιού προσομοιάζει στην υπερπήδηση ενός κεφαλαίου στο βιβλίο που μόλις σε έχει συνεπάρει πολύ. Σφαχτικά πολύ...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured