Αν και οι Koop πραγματοποίησαν κάποια βήματα προόδου στο τελευταίο τους album Koop Island, αυτή η επανέκδοση του δεύτερου δίσκου τους, ενισχυμένη από ένα δεύτερο cd με remixes, μας θυμίζει δυστυχώς τις καταβολές της αισθητικής τους. Καταβολές που τους τοποθετούν χωρίς αμφιβολία στη lounge σχολή. Η κίνησή τους να αναζητήσουν τομές και να ρίξουν γέφυρες μεταξύ electronica και jazz γίνεται με μια καθαρά «περιβαλλοντολογική» οπτική και με εντελώς χρηστικούς σκοπούς (για να ηρεμείς π.χ. τα βραδάκια σπίτι σου, ή για να παίζεται στα chill out προγράμματα clubs).

Όταν βγήκε το Waltz For Koop το 2001, πολλοί το χαιρέτισαν ως μια φρέσκια πρόταση από τη Σουηδία, που σύστηνε την jazz στη γενιά των ηλεκτρονικών clubs. Εγώ πάντως θεωρώ ως δείγμα μουσικής κατάντιας (της electronica συγκεκριμένα) την επικράτηση της lounge - μιας αποβουτυρωμένης από συναίσθημα μουσικής, φτιαγμένης με συνταγές, που έχει επιπλέον και μια ενοχλητική ταξική οσμή - είναι ή δεν είναι η μουσική όλων εκείνων των trendy αγοριών και κοριτσιών του Κολωνακίου, που την ακούνε πίνοντας τον απογευματινό τους καφέ, προτού φύγουν για κανα σκυλάδικο ή για κανένα R’n’B club; (Αυτή η ερώτηση μάλλον θα ευχαριστεί εσάς που μου την πέσατε για τα όσα έσυρα στους Αριστερούς στην κριτική των Asian Dub Foundation...). Αναγνωρίζω ότι υπήρξαν και ορισμένοι οι οποίοι έκαναν καλή μουσική στα lounge πλαίσια, είναι όμως λιγοστοί και οι Koop σαφώς δεν συγκαταλέγονται ανάμεσά τους.

Το Waltz For Koop είναι ένα album που μοιάζει με ένα διαμέρισμα όπου τα πάντα είναι στη θέση τους. Όπου τα ασημικά της μαμάς αστράφτουν παστρικά και καλογυαλισμένα, τα κοκτέιλ είναι σερβιρισμένα στην κατάλληλη θερμοκρασία, τα χαμόγελα των καλεσμένων είναι κολγκέιτ και κάπου υφέρπει και μια μελαγχολία ανάκατη με έναν ρομαντισμό, που δεν ξεχωρίζει όμως πάντα από τον εξωτισμό του στιλ «αγάπη μου, τι ωραία που θα ’ταν να ’μασταν τώρα σε ένα μπανγκαλόου στην Ταϊτή». Η συμμετοχή όμως του παλιού θρύλου του κλασάτου R’n’B Terry Callier στο “In A Heartbeat” - μακράν το καλύτερο κομμάτι εδώ - δείχνει ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ του γνήσιου, του αυθόρμητου και του επιτηδευμένου. Καλύτερα από όλα όσα μπορώ να γράψω για αυτήν.

Όσο για την επανέκδοση, αποδείχθηκε κατά τη γνώμη μου αχρείαστη. Το δεύτερο cd με τα remixes δεν προσθέτει τίποτα στα αυθεντικά κομμάτια, είναι ένα αδιάφορο πράγμα που μπαίνει από το ένα αυτί και βγαίνει από το άλλο. Αρκετά πια με αυτήν την τάχα μου σοφιστικέ και ραφιναρισμένη μουσική - δεν είναι παρά καρπός της ίδιας συντηρητικής αντίδρασης που κάποτε γέννησε την progressive jazz έναντι του bebop, μεταφερμένη στα ηλεκτρονικά πλαίσια.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured