Η επιτυχία του προηγούμενου album τους σ' ένα -διψασμένο για νέους, DIY ήρωες- indie κοινό είναι στους περισσότερους γνωστή. Για τους υπόλοιπους, ας υπενθυμίσουμε ότι η εκ Philadelphia ορμώμενη μπάντα έκανε τα πάντα μόνη της στο ντεμπούτο που προηγήθηκε της παρούσας κυκλοφορίας, στέλνοντας στο τέλος ορισμένα αντίτυπα στο εναλλακτικό ηλεκτρονικό δισκοπωλείο insound.com. Από εκεί και πέρα, οι δυνατότητες του διαδικτύου έκαναν τα πράγματα να φαίνονται ότι κυλούν μόνα τους (τα λίγα αντίτυπα εξαντλήθηκαν γρήγορα και κατόπιν έστελναν ξανά και ξανά) και τις δισκογραφικές εταιρίες να μοιάζουν περιττό συμπλήρωμα στη νέα οικονομία.

Όσο ρομαντικό και ουτοπικό μπορεί να μοιάζει αυτό στο άμεσο μέλλον (δεδομένης της υπαρκτής ανάγκης για διαχείριση του ότι δεν άπτεται επακριβώς στο δημιουργικό μέρος ενός δίσκου), δεν παύει να είναι απόλυτα ελκυστικό ως success story στον ανεξάρτητο χώρο. Μια μπάντα από το πουθενά, χωρίς καμία υποστήριξη, μόνο με κάποιες (ως και διθυραμβικές κριτικές) να γίνεται κοινό μυστικό των μουσικόφιλων και trend της δημοσιογραφίας για τη "δημοκρατικότητα του internet ως μέσου" και δε συμμαζεύεται...

Μέσα σ' όλα αυτά, βέβαια, υπάρχει και η μουσική -το hype αυτού του τύπου ξεκινάει πρώτα από αυτή και επενδύει πάνω της και δεν έχει ουδεμία σχέση με το άλλο, το καλά κατασκευασμένο της παραδοσιακής μουσικής βιομηχανίας. Μουσική από μία μπάντα εξαιρετικά ταλαντούχα, για τους λάτρεις της pop του Pet Sounds και του λυρισμού του Funeral των Arcade Fire, για τους νοσταλγούς των Talking Heads, τους fans των Neutral Milk Hotel και εσχάτως των Rapture. Μουσική που πλέον δείχνει προθέσεις απογαλακτισμού από την αμεσότητα και απλότητα, μπερδεμένη πλέον στον ιστό ενός παραγωγού που συνηθίζει το over-producing, τους ασυνήθιστους ήχους, τις bombastic στιγμές, τον κύριο Dave Friedman δηλαδή (Flaming Lips, Mercury Rev). Από το distorted άνοιγμα του ομώνυμου, με τις παραμβολές και την παραμόρφωση στα υψηλά να κρύβουν τη γλυκιά μελωδία, νιώθεις ότι ο Friedman πήρε την ομάδα πάνω του, για να παράξει ένα πιο μεστό και περιπετειώδη δίσκο, πολλές φορές εντελώς γλυκά παιχνιδιάρικο κι άλλες μη άνετο, πάντως σίγουρα πιο εσωστρεφές και με τίποτα φωτεινό και fun, όπως στο album με το οποίο τους γνωρίσαμε.

Το να πούμε ότι αυτός ο δίσκος είναι λιγότερο "εμπορικός" όταν η ίδια η μπάντα έχει επιλέξει από την αρχή το δικό της, δύσκολο δρόμο, θα ήταν μάλλον εκτός τόπου και χρόνου, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι βέβαιο ότι θα ξενίσει κάποιους. Σε κάποια κομμάτια, όπως στο "Emily Jean Stock" με τα όργανα να έρχονται και να φεύγουν από το σύνολο σε ακαθόριστες περιόδους και σημεία, και με τη χαοτική, bombastic, ψυχεδελική χροιά του, έρχονται στο μυαλό οι Flaming Lips. Σε άλλα, όπως το έξυπνο χορευτικό punk του "Satan Said Dance", μπαίνουν στο πεδίο των Rapture ή των Radio 4.

Όπως και να 'χει το "Some Loud Thunder" είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων δίσκος που επαναπροσδιορίζει τον ήχο της μπάντας και αποδεικνύει ότι υπάρχει ψωμί, αρκεί να μη βιαστούν την επόμενη φορά. Να πούμε ότι έχει και τις αδιάφορες στιγμές του, αλλά σίγουρα θα πρέπει κανείς να τον ακούσει ξανά και ξανά για να αντιληφθεί την ποιότητά του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή