Πίσω στα 1995 οι Leftfield, σάρωναν τα πάντα με το "Leftism". Dub, techno, house και ευρωπαϊκά synthesizers συνέθεταν ένα από τα καλύτερα χορευτικά albums όλων των εποχών και έστελναν τους Leftfield στα εξώφυλλα πολλών rock περιοδικών, σε μια εποχή που η electronica δεν είχε ακόμα νομιμοποιηθεί από τους "εναλλακτικούς" ροκάδες. Ολοι πλέον τότε (μαζί κι εμείς) βλέπαμε τους Leftfield ως ένα από τα υποψήφια super group της νέας γενιάς. Της γενιάς που ουσιαστικά απεχθάνεται το "super" και το στέλνει ξανά πίσω εκεί που ανήκει. Στα 80s κι ακόμα παραπέρα. Τέσσερα χρόνια μετά, όλα πλέον έχουν αλλάξει. Η ηλεκτρονική μουσική συνυπάρχει με το rock, νέα group (Basement Jaxx) ή παλιά με νέες αγάπες (Chemical Brothers) έχουν σαφώς επηρεαστεί από το συγκεκριμένο album, και η μουσική του τότε μέλλοντος είναι απλά η μουσική του παρόντος - το Leftism, δε, θεωρείται πλέον κλασικό. Τι έκαναν λοιπόν οι Leftfield; Μεταξύ μας, όχι και πολλά πράγματα. Σε μια εποχή που πολλά από τα είδη της χορευτικής μουσικής μοιάζουν να αγγίζουν τα όριά τους, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να μας φέρουν νέους ήχους. Μας έφεραν όμως όμορφους ήχους, κι αυτό μας αρκεί, έχω την εντύπωση.

To νέο τους album λοιπόν ανοίγει με το "Dusted" σε Renegade Soundwave πρότυπα, ένα ψηφιακό hip hop κομματάκι με τις βροντές του μπάσου και electro λαμπυρίσματα. Οι Leftfield με το κουμπί γυρισμένο στο "Afro-electronica" mode. Ακολουθεί το γνωστό "Phat Planet" με το αναγνωρίσιμο bassline, και τις Aphex Twin επιρροές, και το "Chant of a Poorman", ένα reggae tune που κουβαλάει πάνω του κάτι από το αυθεντικό αλά-70s dub αίσθημα. Το "Double Flash", που ακολουθεί, όχι μόνο δεν ενθουσιάζει, αλλά προς το τέλος καταντάει βαρετό. Στεγνό μηχανιστικό techno 4/4, καυστικοί acid ήχοι, ηλεκτρονικά εφέ, αλλά μηδέν φαντασία. "El Cid" για τη συνέχεια, και μεταφερόμαστε ξαφνικά κάπου αλλού. Σκοτεινό, ατμοσφαιρικό, μελαχγολικό, βγαλμένο από τις "Cafe Del Mar" συλλογές. Ειδικά στο σημείο που ο ήχος των κυμβάλων μετατρέπεται σε κιθαριστικό κύμα (πριν το τέλος του κομματιού), σε στέλνει κυριολεκτικά... Το "Αfrika Shox", με τον κύριο Bambaataa (back to Planet Rock) σε full show είναι ένα καλούτσικο electro funk κομματάκι, ενώ το "Dub Gussett", είναι ένα avant garde dub, με πολλά effects αλλά άψυχο και προς το τέλος βαρετό. Κι αμέσως μετά το καταπληκτικό "Swords": Παραμορφωμένα φωνητικά, percussion ήχοι, ταξιδιάρικη ατμόσφαιρα και μια μελαγχολική φωνή (Nicole Willis). Ανοίγει με new age keyboards αλλά σιγά σιγά αποδεικνύει τις μινιμαλιστικές προθέσεις του... Και το album τελειώνει με το αδιάφορο "6/8 war" και το ατμοσφαιρικό "Reno's prayer", σε Ibiza κλίμα, με αφανή Kraftwerk beats, synth keyboard solos και απόμακρες φωνές.

Συμπερασματικά, το album κρατάει όλες τις αγαπες των Leftfield. Για το dub, το Chicago house, το Detroit techno, τους Kraftwerk. Ολα είναι εδώ σε διαφορετικές αναλογίες και με την προσθήκη deep sounds, μελαγχολικών, πιο σκοτεινών ήχων. Ο ρυθμός όμως υπάρχει. Εκείνο που δεν υπάρχει είναι η ισορροπία. Μικρά διαμαντάκια στριμώχνονται δίπλα σε (λίγα) μέτρια, αδιάφορα κομμάτια.

Και κάτι τελευταίο: Ολος ο μουσικός τύπος έχει φαγωθεί. Οι μεν το βλέπουν ως το χορευτικό album με τους ήχους που θα μας οδηγήσουν στη νέα χιλιετία (τι άγχος κι αυτό, θεέ μου, λες και πρέπει να βάλουμε σώνει και καλά κάποιο cd κάτω από το ημερολόγιο), οι δε ως την επιστροφή - απογοήτευση της χρονιάς. Ας μην υπερβάλλουμε... Από τη μία πλευρά η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται με τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες μεθόδους (ειδικά με τους ρυθμούς της εποχής μας), από την άλλη η ύπαρξη κάποιων αδιάφορων κομματιών σε ένα συνολικά καλό album δεν θα μας ρίξει και σε κατάθλιψη. Κρατήστε το "Rhythm and Stealth" ως μια καλή χορευτική πρόταση, και ψάξτε αλλού τους "νέους ήρωες".

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured