Σε κάποιο σημείο, οι άνθρωποι του εγχώριου μουσικού Τύπου μάθαμε να χρησιμοποιούμε σχετικώς σωστά τις λέξεις «πειραματισμός» και «πειραματικό» για να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο ηχητικό φάσμα –έστω και αποδίδοντας στα ελληνικά ό,τι ο διεθνής Τύπος κατέτασσε στο «experimental». Δεν κράτησε όμως πολύ, καθώς το ιντερνετικό μπαμ οδήγησε γοργά σε πλήθος κειμένων στα οποία αναγορεύτηκε σε «πειραματισμό» ό,τι ξέφευγε από τα (κατά βάση στενά, ενίοτε και στεγνά) γούστα του συντάκτη. 

Ωστόσο, στην κατ' εξοχήν εποχή δράσης της βολιώτικης μπάντας Οπτική Μουσική κατά τη δεκαετία του 1980, ο όρος ευσταθούσε χωρίς να ξεχειλώνει· και περιέγραφε με αρκετή επάρκεια τόσο τις ηχογραφήσεις μεταξύ 1984 και 1987 που μαζεύτηκαν αργότερα (2017) στη συλλογή Τα Πρώτα Λόγια (δείτε περισσότερα εδώ) και στην κασέτα «Λίθον, Ον Απεδοκίμασαν Οι Οικοδομούντες», όσο και το –ιστορικό, πλέον– άλμπουμ του 1987 Τόμος 1

Ο Μύθος Του Πενθέα έρχεται βέβαια να διηγηθεί μια χωριστή ιστορία· αλλά έχει άμεση συνάφεια με τις ζυμώσεις της άνωθεν εποχής: τόπος παραμένει ο Βόλος, ο χρόνος είναι κοντινός (1989), ως κινητήριος μοχλός εξακολουθεί να λειτουργεί η παρουσία του Κωστή Δρυγιανάκη, ο Κώστας Παντόπουλος ανήκει σε όσους εμπλέχτηκαν με εκείνη τη φάση της Οπτικής Μουσικής (που είχε λήξει μέσα στο 1988). Υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφοροποιήσεις, που –ιδωμένες από τη σημερινή σκοπιά, τώρα που αποκαλύπτονται όσα έμειναν από τις τότε ηχογραφήσεις (οι οποίες ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν)– εξασφαλίζουν στον δίσκο μια πολύτιμη αυτοτέλεια. Με λίγα λόγια, ο Μύθος Του Πενθέα δεν είναι ούτε τα απόνερα της Οπτικής Μουσικής, ούτε κάποιος χαμένος κρίκος με τη μετέπειτα δράση του Δρυγιανάκη στους Γκραφίτι (έστω και αν εντοπίζονται επιρροές στο άλμπουμ τους Εγκαίνια του 1991).

Εδώ, λ.χ. τηρούνται ευδιάκριτες αποστάσεις με τον πειραματισμό που χαρακτήρισε τη δράση της Οπτικής Μουσικής: τα άτιτλα κομμάτια που μπαίνουν στις θέσεις 2, 5 και 6 του CD, συνηγορούν σε ό,τι το συνοδευτικό της έκδοσης σημείωμα περιγράφει ως «άνοιγμα σε κατευθύνσεις που έμοιαζαν πιο εύληπτες». Είναι βεβαίως αλήθεια ότι και στα χρόνια των Οπτική Μουσική φτιάχτηκαν πράγματα από τα οποία δεν έλειπε μια παλλόμενη αμεσότητα· ωστόσο στον Μύθο Του Πενθέα τα τρία Yamaha (DX7, RX5 και TX81Z), το Korg DS8 και ο υπολογιστής Atari 1040ST, πάνε το πράγμα αλλού, αξιοποιώντας μια τεχνολογία αιχμής: «μας ενθουσίασε η δυνατότητα που μας έδινε ο υπολογιστής να υλοποιούμε τις ιδέες μας, πολλές από τις οποίες ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατο να αποδοθούν από ζωντανούς μουσικούς». 

Πώς τα έφερε η ιστορία, εκείνοι οι πρωτοπόροι ήχοι θεωρούνται πλέον vintage, είναι δε ένα οικείο vintage για όσους νεότερους έμελλε να γαλουχηθούν με τα ηλεκτρονικά των 1990s ή/και να ανακαλύψουν τα ηλεκτρονικά των 1970s. Ίσως στις σχετικές συγκρίσεις ο Μύθος Του Πενθέα να βγαίνει κομματάκι «ξερός», πάντως δεν έχει χαθεί ο αρχικός του παλμός, που βοηθάει το σύγχρονο αυτί να στήσει την απαραίτητη γέφυρα επικοινωνίας.

Ο Δρυγιανάκης, ασφαλώς, γνώριζε ήδη πολύ καλά τα πεπραγμένα των Tangerine Dream, τα οποία είχαν ενημερώσει τόσο την πρώιμη δράση του με τους Blue Encephalitis, όσο και μια οπτική αίσθηση για τη μουσική, με καταβολές στις αισθητικές ιδέες του γερμανικού γκρουπ για ένα «soundtrack χωρίς εικόνα». Αλλά στον Μύθο Του Πενθέα βρίσκεται μακριά από τέτοιες συλλογιστικές: αν επιστρέφει κάπου, είναι στους ΊγκοΠίγκο, τους οποίους διατηρούσε μεταξύ 1981 και 1983 παρέα με τον Παντόπουλο κατά κύριο λόγο, παρά την ανά περιστάσεις παρουσία του Νίκου Ξηράκη ως τρίτου μέλους. Κι αν πρέπει να οριστεί ένα επιδραστικό διεθνές πρότυπο, αυτό είναι ο Jon Hassell και οι δίσκοι του στην αρχή της δεκαετίας του 1980. 

Είναι δηλαδή τα αυτοσχέδια όργανα των ΊγκοΠίγκο, η «χειροτεχνική» τους προσέγγιση και η δική τους εκδοχή για το «ανορθόδοξο» που απηχούνται στο ξάνοιγμα το οποίο ακούμε εδώ προς τους ήχους των παραδόσεων της Ασίας και της Αφρικής. Η κίνηση απέφυγε μάλιστα να καταφύγει στo κολάζ και αναδείχθηκε έτσι εξαιρετικά επίκαιρη, καθώς περνούσαμε τότε από τον Hassell και το περιθωριακό ενδιαφέρον της Δύσης για τη μουσική εθνογραφία (δίσκοι της Ocora, της Lyrichord κτλ.) σε μια φάση ευρύτερης και αμεσότερης ενασχόλησης, στην οποία πρωτοστάτησε η επιτυχία του Graceland του Paul Simon (1986) και το ξεκίνημα της Real World του Peter Gabriel (1989). Παραμένει δε επίκαιρη και σήμερα, καθώς –παρά τις διακυμάνσεις ενδιαφέροντος του Δυτικού ακροατηρίου– έχει πλέον παγιωθεί η πεποίθηση πως πολλά ενδιαφέροντα συμβαίνουν έξω από τη σφαίρα αντίληψης των μεγάλων μουσικών sites της Αμερικής και της Βρετανίας. 

Διαθέτει λοιπόν μια αυταξία ο Μύθος Του Πενθέα. Ήταν ηχογράφημα απίθανα σύγχρονο σε σχέση με το τι συνέβαινε εντός Ελλάδος το 1989, το οποίο άνοιγε γενναίο διάλογο με τις εξω-Δυτικές μουσικές αναζητήσεις της εποχής· έστω κι αν βάλουμε έναν αστερίσκο στο «γενναίο», με βάση αφενός την παραδοχή των Παντόπουλου & Δρυγιανάκη ότι δούλεψαν τότε και με πιο τολμηρές ιδέες από όσες τελικά αποτυπώνονται εδώ, αφετέρου και την εκ των υστέρων επίγνωση ότι δεν επιτεύχθηκε ποτέ πλήρης σύγκλιση με το Μπαλί ή το Μπαμακό, παρά με μία ακόμα προσπάθεια του Δυτικού νου να διαφύγει το βάρος της καθημερινότητας. Σίγουρα, επίσης, έχει εντελώς χαθεί από ό,τι ακούμε η όποια διασύνδεση είχαν κατά νου οι δύο συνεργάτες με την αρχαία ελληνική ιστορία του Πενθέα, του μυθικού βασιλιά της Θήβας που τα έβαλε με τον θεό Διόνυσο. 

Σε κάθε περίπτωση, μένουμε με ένα άλμπουμ που καταφέρνει να ακούγεται φρέσκο και περιπετειώδες, παρά την τόση ανάλογη μουσική την οποία έχουμε ακούσει από το 1989 μέχρι τις μέρες μας. Και αυτή είναι η μεγάλη του αισθητική δύναμη, πέρα από την αδιαφιλονίκητη θέση την οποία καταλαμβάνει πλέον στο παζλ της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας. 

ακούστε όλο το άλμπουμ μέσω Bandcamp, εδώ 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured