Είναι πράγματι ένα ερώτημα: τι ακριβώς ακούμε, όταν ακούμε μουσική μέσα από τα ηχεία ενός λάπτοπ ή ενός κινητού; Το ερώτημα είναι στη βάση του απλό και μπορεί να απαντηθεί χωρίς να επεκταθούμε στη γνωστή συζήτηση περί format (CD, βινύλιο, MP3 κλπ.) ή στην πετριά –άλλοι ίσως θα την ονόμαζαν αρρώστια– των λεγόμενων «χαϊφιντελάδων» (εκ του high fidelity), όσων έχουν ίσως ξοδέψει τετραψήφιο χρηματικό ποσό μόνο για τα καλώδια. Δεν χρειάζεται δηλαδή να πάμε στο πώς ακούμε, «σωστά» ή όχι, το οποίο είναι μεν ενδιαφέρον αλλά δευτερογενές ερώτημα· εδώ βρισκόμαστε ένα βήμα παραπίσω, στο τι ακούμε.
Είναι μάλλον ένα απλό ζήτημα φυσικής: κάθε ηχείο μπορεί να αποδώσει συγκεκριμένο εύρος συχνοτήτων και τα ενσωματωμένα σε τέτοιου είδους συσκευές ηχεία αποδίδουν ένα πολύ μικρό συγκριτικά εύρος· όσες συχνότητες βρίσκονται έξω από αυτό απλώς δεν ακούγονται, άρα δεν φτάνουν καν να αναμετρηθούν με το δευτερογενές ερώτημα, αν δηλαδή ακούγονται «όπως πρέπει» ή όχι. Κάντε ένα απλό πείραμα. Bάλτε ένα κομμάτι με γεμάτες χαμηλές συχνότητες να παίξει στο κινητό ή στο λάπτοπ σας κι ύστερα βάλτε το μέσω ενός «κανονικού» ηχείου και βρείτε τις διαφορές· δεν θα είναι δύσκολο να εντοπιστούν, είμαι σίγουρος, αφού η λεπτομέρεια στις χαμηλές συχνότητες είναι μάλλον το πρώτο θύμα μιας τέτοιας συχνοτικής πολτοποίησης.
Συνεπώς, μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα είναι ότι, μέσω των σημαντικά περιορισμένων δυνατοτήτων των ηχείων ενός λάπτοπ ή ενός κινητού, στην ουσία αφαιρούμε την ψυχή από τη μουσική που ακούμε, αν θεωρήσουμε ότι αυτή εκπέμπεται πιο άμεσα (δηλαδή πιο σωματικά) στις χαμηλότερες των συχνοτήτων. Στα σίγουρα πάντως δεν ακούμε εκείνο που είχε στον νου του ότι θα ακούσουμε ο εκάστοτε καλλιτέχνης ή μηχανικός ήχου. Με μία έννοια, λοιπόν, είναι αντιδεοντολογική πράξη, καθώς υποβαθμίζουμε σοβαρά τη σημασία της λεπτοδουλειάς αμφοτέρων.
Από τον τίτλο πάντως και μόνο τούτης της πρώτης τους δουλειάς, θα υπέθετε κανείς ότι οι #alphasigma (το ντούο των Σπύρου Χαρμάνη & Λάμπρου Ζαφειρόπουλου) παράγουν ίσως μια μουσική τόσο περιορισμένη συχνοτικά, ώστε ακούγεται «σωστά» ακόμα και στα ηχεία των συσκευών μας. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ακριβώς έτσι ή δεν είναι τόσο απλό.
Σημειώστε κάπου εδώ ότι περιλαμβάνεται μία και μόνη σύνθεση διάρκειας 13 λεπτών και ότι αυτή κυκλοφορεί σε 40 επαναχρησιμοποιημένες δισκέτες των 3,9 ιντσών (τις λεγόμενες floppy disks). Για τους νεότερους, οι τελευταίες ήταν κάτι αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τη μεταφορά (λίγων, συγκριτικά) ψηφιακών δεδομένων μέχρι περίπου την αλλαγή του αιώνα –κάτι μικρά και τετράγωνα (συνήθως μαύρα, αλλά όχι πάντοτε) πλαστικά αντικείμενα, που έφεραν ασημένιο κάλυμμα στο πάνω μέρος τους για να προστατεύεται η ταινία των δεδομένων. Μάλιστα, το συνεχόμενο συρτάρωμα αυτού του καλύμματος αποτελούσε για τον γράφοντα μία από τις μικρές απολαύσεις της ζωής, ιδίως όταν οι άλλοι τριγύρω ασχολούνταν με πιο πρακτικά ζητήματα (π.χ. με την περιήγηση στα δεδομένα που μετέφερε η δισκέτα κι όχι με τη δισκέτα καθαυτή).
Εννοείται, βέβαια, καθώς ζούμε στο 2018 και δύσκολα βρίσκεται ένα μηχάνημα που να τρέχει τέτοιες δισκέτες, πως το Music For Your Shitty Laptop Speakers κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή. Μάλιστα, εκεί η σύνθεση υπάρχει εις διπλούν: σε μία «κανονική» εκδοχή και σε μία δεύτερη (τη «floppy disk version»), η οποία όντως έχει ένα κάπως πιο περιορισμένο (ή έστω πιο συγκεχυμένο) συχνοτικό φάσμα. Ακούγοντας διαδοχικά τις δύο εκδοχές (στα ίδια, «κανονικά» ηχεία), καθίσταται αρκετά εμφανές ότι η πρώτη είναι σαφώς πιο πλούσια, πως εκεί οι ιδέες των #alphasigma βρίσκουν τον απαιτούμενο χώρο για να αναπτυχθούν καλύτερα, πληρέστερα.
Σ' ένα πρώτο επίπεδο, αυτό φαίνεται να είναι και το επιχείρημα των #alphasigma στην παραπάνω συζήτηση, ότι στα «σκατένια» ηχεία των συσκευών μας ακούμε ένα μέρος της μουσικής, ακούμε περισσότερο τις προθέσεις της και λίγα μόνο πράγματα από τις διαδικασίες που κινεί για να εκπληρώσει αυτές τις προθέσεις. Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο επίπεδο. Βλέπετε, αν θέλαμε να κατηγοριοποιήσουμε τη σύνθεση, θα την εντάσσαμε αφενός στη λεγόμενη musique concrète λόγω της μεθοδολογίας της (πρόκειται στην ουσία για συρραφή σπαραγμάτων ηχογραφήσεων –πεδίου ή στουντίου– των τελευταίων 3 ετών) και αφετέρου στο noise, λόγω των επιδιώξεων και μέρους των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται. Και ως γνωστόν, το noise ήρθε για να αμφισβητήσει την πιο θεμελιώδη σύμβαση που χαρακτηρίζει την οργανωμένη παραγωγή ήχων: εκείνη που διαχωρίζει έναν τρόπο οργάνωσης, τον οποίον ορίζει ως «μουσική», από έναν άλλον, τον οποίον εξορίζει στην κατηγορία του θορύβου.
Επομένως, ενώ το επιχείρημα του πρώτου επιπέδου εξακολουθεί να ισχύει στο ακέραιο, έρχεται να προστεθεί μια ερώτηση: ωραία, στο κινητό ή στο λάπτοπ μας δεν ακούμε στην πληρότητά της τη σκέψη, την έμπνευση ή τη θέληση του δημιουργού· και λοιπόν; Εφόσον δηλαδή ο ίδιος ο δημιουργός μετατρέπει τον θόρυβο σε μουσική, γιατί να μας πειράζει λίγος ακόμα θόρυβος; Γιατί να θέσουμε ένα νέο σημείο διαχωρισμού μεταξύ του τι και πώς είναι θεμιτό να θεωρείται κάτι ως «ολοκληρωμένη μουσική εμπειρία»; Γιατί να φτιάξουμε έναν νέο κανόνα, ενώ στην ουσία αυτό που προβληματοποιούμε δεν είναι (ή δεν είναι μόνο) ο προηγούμενος κανόνας καθαυτός, αλλά η ίδια η ιδέα της ύπαρξης ενός κανόνα που έρχεται να διαχωρίσει άκριτα και εκ των προτέρων;
Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν και αν αντίστοιχα ερωτήματα ήταν στις προθέσεις των δημιουργών, τότε οι #alphasigma έκαναν θαυμάσια δουλειά. Αν και μένει μια ελαφριά ένσταση. Ότι δηλαδή ίσως κλέβουν λιγάκι, χαρίζοντας στη δεύτερη εκδοχή μια μεγαλύτερη ζωτικότητα στις χαμηλές συχνότητες από όση θα «έπρεπε» να είχε, αν αυτή από τις δύο εκδοχές αντιπροσωπεύει τη «music for your shitty laptop speakers», την κυριολεξία δηλαδή του τίτλου. Είναι κατανοητό, βέβαια, πως με την κυριολεξία δεν πας και πολύ μπροστά στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης (και, από μια άποψη, ίσως και καλύτερα).
Ας σημειωθεί πάντως (αν δεν έγινε κατανοητό ως τώρα) πως η σύνθεση έχει επίσης ενδιαφέρον ως τέτοια, ότι δηλαδή η συρραφή των διαφορετικών ιδεών αποκτά όντως νόημα μέσα στα 13 λεπτά της. Ας σημειωθεί επίσης, για τα πρακτικά, ότι το ντούο των Χαρμάνη & Ζαφειρόπουλου συνδράμει η Εύα Ματσίγκου, η οποία χειρίζεται το θέρεμιν σε κάποια σημεία της σύνθεσης.
ακούστε μέσω Bandcamp, εδώ