Μέσα στα πιο μαύρα χρόνια της Κρίσης έφυγαν αρκετοί αξιόλογοι άνθρωποι μιας παλιότερης Ελλάδας, άλλοι με πρωτοσέλιδα, άλλοι αθόρυβα. Σαν τον ποιητή, κριτικό (και δικηγόρο) Βύρωνα Λεοντάρη (2014), ο οποίος –πλην του συμπαθούς, λυρικού του έργου– μας άφησε και την εξής εκτίμηση: ότι κάθε φορά που η εγχώρια ποίηση απελπίζεται, «ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών» (1973). Είναι μια εκτίμηση με σημασία, που ταυτόχρονα όμως αποτυπώνεται και ως αστεία, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Λεοντάρης υπήρξε δριμύτατος επικριτής του Καρυωτάκη. Αυτό ωστόσο που έγραψε ως ψόγο, διαβάζεται πλέον και ως έπαινος.

Ο Καρυωτάκης ενυπάρχει με διάφορους τρόπους σε αυτήν τη, μετά από καιρό, δισκογραφική επιστροφή του Σταύρου Ξαρχάκου. Λειτουργεί ως ένα είδος πασπαρτού, καθώς υπάρχει ως επώνυμη αναφορά του συνθέτη στο συνοδευτικό της έκδοσης κειμενάκι, προσφέρει στο άλμπουμ τον τίτλο του –ευθεία παραπομπή στη συλλογή Ελεγείες και Σάτιρες (1927), στην οποία χρωστά πολλά η υστεροφημία του– «ξεκλειδώνει» όμως και μια ιδιότυπη προσέγγιση. Στο συγκεκριμένο δηλαδή έργο, ο Καρυωτάκης ξετύλιξε μια ποιητική οξυδέρκεια που ήταν συχνά σε θέση να μετατρέψει την πικρία του σε ειρωνεία. Κατ' ανάλογο τρόπο, θολώνουν λοιπόν κι εδώ τα «σύνορα». Ποια είναι η ελεγεία και ποια η σάτιρα;

Είναι μόλις 7 τα κομμάτια του δίσκου, αλλά, αν επιχειρήσετε να παίξετε αυτό το παιχνίδι μαζί τους, θα χαθείτε σε έναν λαβύρινθο δίχως μίτο και δίχως Αριάδνη. Εκεί όπου θα είστε βέβαιοι για την πιο στιβαρή σοβαρότητα, θα βρείτε τη σάτιρα να σας κάνει θεατρικές γκριμάτσες· κι εκεί όπου θα αχνοχαμογελάτε, μπορεί να σας κοπεί το γέλιο. Κι εδώ βέβαια υποκλίνεσαι στους συμμετέχοντες στιχουργούς: στον Μάνο Ελευθερίου, στη Λίνα Νικολακοπούλου και στον Θοδωρή Γκόνη (με σειρά αποτελεσματικότητας).

Ο δίσκος ωστόσο δεν εξαντλείται σε εγκεφαλικά παιχνίδια. Ο καλός πιανίστας Νεοκλής Νεοφυτίδης, εξαίρετος γνώστης του ξαρχάκειου νου λόγω της στενής τους συνεργασίας την τελευταία πενταετία, αποδίδει με άνεση ένα σύμπαν λιτό μα υπογείως φλεγόμενο, απόδειξη τρανή για το ότι ο Ξαρχάκος παραμένει θαλερός ως δημιουργός. Γιατί, για να λειτουργήσει αυτή η δουλειά, η μουσική πρέπει να είναι ταυτόχρονα κινητήριος δύναμη και δευτεραγωνίστρια, κάτι που απαιτεί μια λεπτή και εύθραυστη ισορροπία. Δεν είναι όλοι σε θέση να τη συνθέσουν/ενορχηστρώσουν, ούτε και όλοι σε θέση να την αντιληφθούν, ώστε να την παίξουν ύστερα σωστά.

Το θριαμβευτικό ωστόσο κερασάκι μπαίνει στην όλη τούρτα από τον ρόλο του Ξαρχάκου ως ερμηνευτή (με μόνο την Ηρώ Σαΐα να τον συνοδεύει διακριτικά στο “Επί Της Κατεχάκη”). Ήταν μια απροσδόκητη κίνηση εκ μέρους του, γιατί πολύ σπάνια το έχει κάνει στη μακρά του καριέρα. Όποιος βέβαια έχει σκύψει στις μεγάλες στιγμές της νεοελληνικής μουσικής κατά τον 20ό αιώνα, είναι αδύνατον να ξεχάσει πόσο ανεπανάληπτα τραγούδησε το "Πρακτορείο", στο ιστορικό soundtrack το οποίο έφτιαξε για το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη (1983).

Ο ερμηνευτής που συναντούμε εδώ, είναι ο ίδιος. Ίσως ο χρόνος να γίνεται πιο αισθητός σε ορισμένες αποχρώσεις της φωνής του, μα ακούμε την ίδια ενάργεια, το ίδιο συναισθηματικό βένθος, την ίδια συναρπαστικά μη-τραγουδιστική απόδοση. Η εμπειρία μάλιστα που σε κατακλύζει στο "Δηλητήριο Που Πίνεις" στην έναρξη του δίσκου, μόλις πέφτουν οι φοβεροί στίχοι του Ελευθερίου «Πάνω στην κόκκινη κουβέρτα ρίχνεις πασιέντζες μοναχή / και ξαναρχίζεις την κουβέντα με τη χαμένη σου ψυχή», αποδεικνύεται τόσο κατακλυσμιαία, ώστε χρειάζεσαι χρόνο για να ξεκολλήσεις και να αρχίσεις να ακούς τα υπόλοιπα κομμάτια.

Το κλείσιμο του δίσκου πετυχαίνει κάτι ανάλογο, κι ας έχει ξεθυμάνει πια ο παράγοντας έκπληξη. Σε μία ευφυή ακροβασία μεταξύ ελεγείας και σάτιρας, μας προσφέρεται ένα πολιτικό τραγούδι ονόματι "Έθνος Μου Εξαίρετο!", στο οποίο κάνει άμεση εντύπωση ο στίχος της Νικολακοπούλου «Τελικά Δημοκρατία έχει μόνο η Ελβετία / Όλοι οι άλλοι λέμε λόγια και κοιτάμε τα ρολόγια».

Δεν έχει τόση σημασία αν εμένα π.χ. η Ελβετία δεν μου φαίνεται ως το ευστοχότερο ευρωπαϊκό παράδειγμα (εφόσον υπάρχει και η Ισλανδία, ας πούμε, που επίσης ομοιοκαταληκτεί): κρύβονται ιστορικά άπλυτα κάτω από την ήρεμη ουδετερότητα –που έχει εξασφαλίσει μεγάλο τμήμα της σημερινής ευμάρειας– ενώ στη Βουλή της κυριαρχεί ένα κόμμα με χαρακτηριστικά που ο Ξαρχάκος ενίοτε έχει στηλιτεύσει σε συνεντεύξεις του, από εκείνα τέλος πάντων που τρομάζουν εύκολα όσους εύχονται ανοιχτές κοινωνίες και διασυνοριακές κοινότητες. Περισσότερη σημασία έχει ότι το τραγούδι καταφέρνει να είναι όντως πολιτικό, σε καιρούς όπου το επίθετο ξέφτισε αναφερόμενο σε λεβεντομαλακίες σαν το "Να Σταθώ Στα Πόδια Μου" ή σε φωνασκίες τύπου "Θα Πάρω Φόρα". Σε στιγμιότυπα δηλαδή απευθυνόμενα σε όσους θέλουν να λαμβάνουν ανέξοδα εύσημα προοδευτικότητας στον μικρόκοσμό τους, σαν τα παιδιά του Walt Kowalski στο Gran Torino.

Είναι τεράστιος πλεονασμός και εντελώς άχρηστο να γραφτεί ότι ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες που έχει βγάλει ο τόπος μας. Κι όμως, επιστρέφει με έναν τόσο γερό δίσκο –από τους πιο ωραίους εγχώριους των τελευταίων χρόνων– και γράφονται τα ελάχιστα: μεσοβέζικες σαχλαμάρες, ακίνδυνα γενικόλογοι έπαινοι, αέναες επαναλήψεις δελτίων Τύπου. Στον ορυμαγδό της πληροφορίας και του καταιγισμού των «πολιτιστικών ρεπορτάζ», όπου περισσεύουν συντάκτες και συντάκτριες που θα υπερθεματίσουν για τον χι ή ψι βαρετό μουσάτο που πήρε την κιθάρα του και άδει, η επιστροφή του Ξαρχάκου δεν αντιμετωπίζεται ως γεγονός.

Αλλά είναι.

{youtube}Aa9cDJRBXM4{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured