Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω με μία λέξη τον πρώτο δίσκο του πνευματικού παιδιού του Γιώργου Μπόκου, είναι «δικαίωση».

Δικαίωση του καλλιτεχνικού οράματος ενός μουσικού που από όποια μπάντα πέρασε άφησε διακριτό το στίγμα του, για να μας παρουσιάσει σήμερα –μετά από προσπάθεια χρόνων– ένα αμιγώς προσωπικό έργο. Δικαίωση όμως και της ελληνικής metal σκηνής, που πριν από 15 χρόνια απαριθμούσε 2,5 αναγνωρίσιμες μπάντες και σήμερα έχει αναδειχθεί στην πρωτοπορία πολλών παρακλαδιών του δέντρου της σκληρής μουσικής, ανοίγοντας νέους δρόμους στη σύνθεση και στην τεχνολογία της παραγωγής.

Το Lava Flows είναι ένας πολυποίκιλος, progressive και πρωτοποριακός δίσκος. Όμως, λέγοντας «progressive» μην φαντάζεστε κάτι από τις κλασικές επιρροές της δεκαετίας του 1970, τις οποίες συνήθως έχουν οι μπάντες της σκηνής· και λέγοντας «πρωτοποριακός», μη σκεφτείτε τα στερεότυπα που αναπαράγονται κάτω από την avant-garde ταμπέλα. Οι όροι εδώ παίρνουν νέο περιεχόμενο.

Πώς αλλιώς όμως από progressive θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο ήχος που παντρεύει τον βιομηχανικό ρυθμό των Rammstein με το stoner feeling των Kyuss, το παραδοσιακό thrash metal με τους Apocalyptica και τα τοποθετεί όλα αυτά, αρμονικά, μέσα σε ένα death metal περίβλημα; Και πείτε μου, τι άλλο από πρωτοποριακό μπορεί να είναι ένα μουσικό εγχείρημα όπου δίπλα στην κιθάρα συμμετέχει με ισότιμους όρους το δραματικό πλην συγκλονιστικό κοντραμπάσο του Χάρη Παζούλα και που για χάρη της διαφορετικής υφής των συνθέσεων (οι οποίες χωρίζονται σε 3 εννοιολογικές ενότητες) παρελαύνουν 3 διαφορετικοί ντράμερ, μεταξύ των οποίων ο εκ των κορυφαίων παγκοσμίως Γιώργος Κόλλιας

Βεβαίως, όλα αυτά έχουν και το τίμημά τους. Δεν πρέπει δηλαδή να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο δίσκος προσφέρεται για άκοπες και ανέμελες ακροάσεις. Ούτε οι δομές των συνθέσεων θα τους επιτρέψουν να ακουστούν εύκολα σε ραδιόφωνα και rock clubs. Αντίθετα, το Lava Flows μάλλον τον επιμελή και υπομονετικό ακροατή θα ανταμείψει, εκείνον που μέσα από την επανάληψη θα εμβαθύνει στα ενδότερα. Γι' αυτόν, τραγούδια όπως το τρομερό ομώνυμο, το “Hubrism” και το “Umbilical Cord” θα γίνουν σύντροφοί του για πολύ καιρό.

Για το κλείσιμο, θα σταθώ σε δύο ακόμα πολύ σημαντικά στοιχεία. Το πρώτο είναι το μοναδικό artwork, που φέρει την υπογραφή του περιβόητου Costin Chioreanu –ο οποίος με το έργο του μοιάζει να αποτυπώνει ιδανικά το περιεχόμενο του δίσκου. Κι έπειτα, η παραγωγή. Στη δεκαετία του 1990 μουσικοί, δημοσιογράφοι και ακροατές είχαν ως κορυφή (και ως φετίχ) τις «κρυστάλλινες» παραγωγές των Tico Tico Studios στη Φινλανδία. Θέλω απλώς να σας ενημερώσω ότι η παραγωγή του Μπόκου, που έγινε κάποια οικοδομικά τετράγωνα μακριά από το σπίτι μας και όχι στα Tico Tico, δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε στο Ροβανιέμι με τη συμβολή του Santa Claus. Δώστε βάση και δεν θα χάσετε.       

{youtube}BEG1ql48_Hw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured