Στο άκουσμα του ονόματος «Στυλιανός Τζιρίτας», δύο προσωπικότητες έρχονται στο μυαλό μου. Η μία είναι ο Στυλιανός, ο συνάδελφος και φίλος με τον οποίο συναντιόμαστε μία φορά το μήνα, μαζί με την υπόλοιπη ομάδα του Avopolis, βάζουμε κάτω και μοιράζουμε την ύλη, τα λέμε και γελάμε πολύ. Η άλλη προσωπικότητα, ο Τζιρίτας –ο περφόρμερ, μουσικός και συγγραφέας– αν και εμφανισιακά ταυτόσημη, είναι στα μάτια μου πολύ διαφορετική και σίγουρα δεν με κάνει να γελάω, παρότι επίσης διαθέτει χιούμορ.
Μη νομίσετε ότι υπαινίσσομαι πως υπάρχει κάτι το σχιζοφρενικό στην περίπτωσή του. Απλά προσπαθώ να σας μεταφέρω πόσο δυστοπικά αλλά συνάμα συναρπαστικά αισθάνομαι γνωρίζοντας τον Στυλιανό, κάθε φορά που γίνομαι κοινωνός των έργων του Τζιρίτα. Αυτό μάλιστα το απόκοσμο συναίσθημα παραμένει άσβεστο από την πρώτη φορά που τον παρακολούθησα επί σκηνής· και μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο στη διαδικασία ακρόασης των ηχογραφημάτων του και ανάγνωσης των βιβλίων του (Εφαρμογές Ατμομηχανής το καινούριο του, by the way). Έτσι νιώθω και τώρα, που από τα ηχεία μου σκάει το τελευταίο του πόνημα, το A.O.R., άρτι κυκλοφορηθέν σε κασετικό φορμά.
Στο οποίο νέο πόνημα εμφανίζεται και... τρίτος Τζιρίτας, ο ταλαντούχος υιός Οδυσσέας με την ηλεκτρική κιθάρα του, μετά κάποιων ακόμα προσκεκλημένων: Αντώνης Λιβιεράτος, Βασιλική Παπαδημητρίου, Βασίλης Παυλίδης, Στέλιος Ρωμαλιάδης, Παναγιώτης Χούντας και Θέμης Παντελόπουλος. Τους αναφέρω όλους, όχι μόνο επειδή ο ίδιος ο Στυλιανός Τζιρίτας τονίζει τη συνεισφορά καθενός και αντιλαμβάνεται τις ηχογραφήσεις τους με όρους συνεργατικούς, αλλά και επειδή έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη ομάδα οδήγησε το A.O.R. σε μονοπάτια που προσωπικά δεν έχω ξανασυναντήσει στο πρότερο δισκογραφικό αποθεματικό του.
Όπως σε όλες τις εργασίες και εκφάνσεις της δημιουργικότητας του Τζιρίτα, και εδώ κεντρικό ρόλο παίζει ο λόγος. Ο δίσκος ξεκινά άλλωστε με το "Κτηνοτροφείο", στο οποίο ξετυλίγεται μια ιστορία/κατάσταση βγαλμένη θα 'λεγες από sci-fi ταινία, με τον χρόνο (παρελθοντικό, παροντικό ή μελλοντικό) να μη γίνεται ξεκάθαρος. Αλλά ενώ ως έναρξη είναι πράγματι πολύ δυνατό, δεν προϊδεάζει ακριβώς για το τι θα ακολουθήσει. Παρότι δηλαδή ξανακούμε έλλογη εκφορά στη συνέχεια, αυτή στέκεται κάπως πιο πίσω και μοιάζει να χρωματίζει το υπόλοιπο ηχητικό τοπίο όσο και το τελευταίο χρωματίζει αυτήν. Μοιάζει, εν ολίγοις, το A.O.R. να είναι ο περισσότερο «μουσικός» δίσκος του Τζιρίτα, πράγμα για το οποίο φαίνεται να ευθύνονται αρκετά και οι συμμετέχοντες μουσικοί.
Προσέξτε, για παράδειγμα, τις λυρικές κιθάρες της Παπαδημητρίου στο ακροτελεύτιο “Ντάλια” για να καταλάβετε τι ακριβώς εννοώ, απολαύστε τον χορό των μηχανικών ήχων στο "Μπαμπατζίας" –σαν να πήρε ζωή και να αυτοσχεδίασε το ηχείο κάποιου ασανσέρ– ή ακολουθήστε προσεκτικά τις διαρκώς ξετυλιγόμενες νότες του φλάουτου του Ρωμαλιάδη και τους κιθαρισμούς του υιού Τζιρίτα στην 11λεπτη "Θέωση". Φυσικά, όλα αυτά φτάνουν στα αυτιά μας περασμένα μέσα από το άγρυπνο φίλτρο/διαθλαστήρα του ανθρώπου το όνομα του οποίου φιγουράρει στο εξώφυλλο.
Το «εύκολο» με τα άλμπουμ του Στυλιανού Τζιρίτα είναι να τους κολλήσεις την ταμπέλα του πειραματικού και να τελειώνεις. Νομίζω όμως ότι κάτι τέτοιο δεν απεικονίζει ακριβώς το περιεχόμενό τους –άσε που και ο ίδιος δεν αποδέχεται τον συγκεκριμένο όρο. Πράγματι, παρότι κι εγώ δεν είμαι ακριβώς ειδικός περί του πεδίου στο οποίο αναφερόμαστε με την εν λόγω ταμπελοποίηση, με τους δίσκους του Τζιρίτα μου συμβαίνει να μπορώ με αρκετή άνεση να περιδιαβώ τα ηχοπεδία τους και να αποφανθώ, στο τέλος, ότι έπιασα το νόημα, ότι έκανα μια διαδρομή με σαφή εξέλιξη: αρχή, μέση και τέλος. Ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, πρέπει να πω ότι, εκτός των άλλων, γούσταρα ιδιαιτέρως.