2009, ο πυρετός της αγγλόφωνης έκφρασης καλά κρατεί –ο Boy δεν έχει βγάλει ακόμα το Κουστουμάκι– και ο Lolek (μόνος πλέον, δίχως Bolek) ντεμπουτάρει με το Alone: μελαγχολία και απλότητα, χι βαθμούς υπό τη σκιά του Leonard Cohen και του Tom Waits. Ο Άρης Καραμπεάζης δεν πείθεται, κάνει λόγο για κάτι το «απλοϊκό και απαίδευτο» στην κριτική του για το Mic· στα αβοπολίτικα λημέρια, αντιθέτως, ο Βαγγέλης Πούλιος επαινεί το αποτέλεσμα, επισημαίνοντας πως δεν φτιάχτηκε με τη γνωστή διάθεση «και κλαίμε» (δες εδώ).
2011, ο Lolek γίνεται Λόλεκ και η έκφραση ελληνόφωνη. Ο Άρης ξαναχτυπά στο Mic, με μια κριτική στον Αχινό που έχει έκτοτε συζητηθεί αρκετά, σκληρή όσο και η βαθμολογία της: 2,5 στα 10, με φράσεις τύπου «Περίπου Μάλαμας, για αυτούς που δεν έχουν όρεξη να χορεύουν και προτιμούν το Βερολίνο, από το Πήλιο». Στα καθ' ημάς, πάλι, ο Διονύσης Κοτταρίδης εντόπισε κάποια καίρια προβλήματα στο άλμπουμ, γενικώς όμως εκτίμησε το ξεθάρρεμα με τις ελληνικές λέξεις, τις ιδέες και τον ήχο τον ευθύ, τον κυκλικό (δες εδώ).
Στο δικό μας παρόν, ο Λόλεκ αλλάζει και πάλι. Ο Ουρανός Μολύβι τον βρίσκει χωμένο στην αγάπη του για τα ρεμπέτικα, να προσπαθεί –αυτή τη φορά με παρέα– να συγκεράσει την αρχετυπική λαϊκότητα του Μάρκου Βαμβακάρη με τον ροκ ηλεκτρισμό· εκείνον που οριοθετήθηκε από την έκρηξη του post-punk και κατόπιν από το indie rock και τη garage αναβίωση. Ο φίλος του ο Κάχης (Γιάννης Καχραμάνογλου) συνεισφέρει τους στίχους, ενώ κάμποσοι μουσικοί ανιχνεύονται στα credits, σε μια παρέλαση οργάνων: μπουζούκια, μαντολίνα, μπαγλαμάδες και λαούτα τοποθετούνται δίπλα στο γνωστό σχήμα κιθάρα/μπάσο/τύμπανα (και υπάρχουν κι άλλα).
Δεν ξέρω αν ήταν αναπόφευκτο, πάντως η μελαγχολία του Alone, η ελληνική κατεύθυνση του Αχινού και η αγάπη προς τον Βαμβακάρη οδήγησαν τελικά τα βήματα του Λόλεκ προς τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Γιάννη Αγγελάκα των μετά τις Τρύπες ανησυχιών και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου της «κλασικής» συνταγής. Κι έτσι, ο Ουρανός Μολύβι εδράζεται σε ένα παιχνίδι τύπου «βρείτε τις ομοιότητες και τις διαφορές». Και σίγουρα, ανάλογα από πού προέρχεται ο καθένας μας, τι αναζητά στο ελληνικό τραγούδι και τι τελικά τον εκπροσωπεί, μπορεί να σταθεί περισσότερο είτε στις ομοιότητες, είτε στις διαφορές. Ένα πολύ βασικό ερώτημα, λ.χ., είναι τι κάνεις αν θέλεις ν' ακούσεις κάτι σαν το "Καφτάνι": πας Μάλαμα απευθείας ή μένεις Λόλεκ; Το ίδιο ερώτημα μπορείς να το θέσεις και με παραλλαγές –με το "Καράβι" ας πούμε και την Αγία Νοσταλγία ή με το "Θα Γίνω" και τον Αγγελάκα. Δεν υπάρχει «σωστή» απάντηση.
Η δική μου απόκριση κλίνει υπέρ του Λόλεκ, αλλά με δισταγμό. «Ο ουρανός αβάσταχτος, ο ουρανός μολύβι» με τη συγκεκριμένη ενορχήστρωση, τη συγκεκριμένη μελωδία και τη συγκεκριμένη μπάσα και κάπως εκ του φόντου πηγάζουσα ερμηνεία, είναι ας πούμε ένα εξαιρετικό τραγούδι, που πετυχαίνει διάνα στη μεταγραφή των προπολεμικών ρεμπέτικων επιρροών σε ένα πιο σημερινό, ηλεκτρικό τοπίο. Ο Μάλαμας έχει καιρό να δώσει κάτι τόσο καίριο, τον Αγγελάκα της Γελαστής Ανηφόρας τον βρήκα κουρασμένο, μόνο ο Παπακωνσταντίνου έδειξε με τον περσινό δίσκο πως ακόμα μπορεί να εξελίσσει την τραγουδοποιία του.
Το θέμα, βέβαια, δεν είναι να ακούμε Λόλεκ επειδή κάτι μας λείπει από τον Μάλαμα και τον Αγγελάκα. Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουμε σε ψευδοδιλήμματα· κι εδώ βρίσκεται και το μεγάλο στοίχημα για τον ίδιο τον Γιάννη τον Αναγνωστάτο. Αρκεί να τα ζυγίσει περισσότερο και να πάρει μια πιο ξεκάθαρη απόφαση. Να αποφασίσει δηλαδή αν θέλει να καταχωρηθεί στο έντεχνο τραγούδι, έστω διατηρώντας την ιδιαιτερότητά του, ή αν θέλει να ανήκει σε ένα σημερινό ροκ πλαίσιο, έστω με εκλεκτικές συγγένειες προς ένα κομμάτι του έντεχνου ήχου.
Ο πρώτος δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. Έχουν φροντίσει –χρόνια τώρα– οι νεοπαραδοσιακοί επίγονοι του Μάλαμα, του Θανάση και του Παντελή Θαλασσινού, με την ομφαλοσκόπησή τους, την κακή (τελικά) σχέση με την παράδοση και το κακό τους έντεχνο. Ο δεύτερος όμως δρόμος, θέλει κι άλλο ζόρι. Κι επειδή ο Γιάννης Αναγνωστάτος ενδιαφέρεται νομίζω γι' αυτόν περισσότερο, θα κρατήσω τη βαθμολογία του Ουρανός Μολύβι σε σχετικά χαμηλές «πτήσεις».