Η Ελεωνόρα Ζουγανέλη σε τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου και άλλων μεγάλων; Εκείνα που σφράγισε με τις ερμηνείες της η Μελίνα Μερκούρη; Και μάλιστα στο Ηρώδειο;
Μπορώ να φανταστώ πολλούς να ανασηκώνουν το φρύδι στο άκουσμα της είδησης· ίσως να αντέδρασα κι εγώ κάπως έτσι, τώρα που το σκέφτομαι. Δεν ξέρω κιόλας μήπως πυροδοτήθηκαν και συζητήσεις περί «ιεροσυλίας», όπως συνηθίζεται στα μέρη μας. Από μία άποψη, όλα αυτά είναι κατανοητά, από τη στιγμή που η Ζουγανέλη ήταν μέχρι πρότινος η ιέρεια του φωνασκούντος εφηβικού ποπ τραγουδιού –το οποίο πάντως υπηρέτησε μαεστρικά, κατά την άποψή μου.
Δεν ήμουν παρών στις εν λόγω παραστάσεις, οπότε δεν έχω εικόνα. Έχω μπροστά μου, όμως, τώρα που γράφω, τον ήχο. Και, ξέρετε, μου είναι αρκετός. Μου είναι αρκετός για να μετανιώνω που δεν πήγα, δηλαδή. Γιατί, με βάση όσα ακούω σε τούτα τα δύο CD (με 25 κομμάτια σύνολο), η παράσταση Να Με Θυμάσαι Και Να Μ’ Αγαπάς είχε σαφέστατα καλλιτεχνικούς λόγους ύπαρξης. Και, σε κάθε περίπτωση, η αποτύπωσή της σε δίσκο έχει απόλυτο νόημα, σε μια εποχή που οι ζωντανές ηχογραφήσεις σπάνια ξεφεύγουν από το να αποτελούν απλώς ένα σουβενίρ για όσους παρακολούθησαν σε πραγματικό χρόνο το γεγονός που καταγράφουν.
Φυσικά, έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα ρεπερτόριο σπουδαίο, το οποίο συνδέθηκε με μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές που πέρασαν από το ελληνικό τραγούδι. Το αξιοπρόσεκτο, όμως, βρίσκεται στο πώς αντιμετωπίστηκε αυτό το ρεπερτόριο στις συγκεκριμένες συναυλίες. Κατ’ αρχάς, οι πολλοί ενορχηστρωτές (Ευριπίδης Ζεμενίδης, Αντώνης Σουσάμογλου, Μιχάλης Καλκάνης, Λάζαρος Τσαβδαρίδης, Νίκος Μπιτζένης), μακράν από το να δημιουργήσουν μια μουσική Βαβέλ, λειτουργούν με τρόπο που δίνει στη ροή ενδιαφέρον: το κάθε τραγούδι αντιμετωπίζεται διαφορετικά, όμως όλα τελικά στέκονται ταιριαστά το ένα δίπλα στο άλλο. Κάποια απογυμνώνονται εντελώς (π.χ. το "Πάμε Μια Βόλτα Στο Φεγγάρι" ακούγεται μόνο με ένα πιάνο), άλλα ντύνονται μαεστρικά με τον ήχο της Καμεράτας, με χορωδία, μα και με ηλεκτρικές κιθάρες (η υπέροχη "Προδοσία" και το "Αστέρι Μου, Φεγγάρι Μου" είναι δύο πολύ καλά παραδείγματα), ενώ τα λαϊκότροπα – όπως η "Συννεφιασμένη Κυριακή" και το "Ο Μήνας Έχει Δεκατρείς"– φορούν τις απολύτως απαραίτητες (και αναμενόμενες) ενορχηστρώσεις.
Συνδετικός κρίκος όλων των παραπάνω, η φωνή της Ζουγανέλη. Η οποία καταφέρνει κάτι αξιοσημείωτο: να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας χωρίς να κλέβει την παράσταση από τα ίδια τα τραγούδια. Την είχα διαπιστώσει και ιδίοις ωσί την ωρίμανση της ερμηνεύτριας, όταν την παρακολούθησα στο Θέατρο Βράχων το 2013 (δες εδώ), όμως σε τούτη την ηχογράφηση το αποτέλεσμα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ πάνω από τις προσδοκίες μου, πιστοποιώντας ότι εκείνη έχει απόλυτο έλεγχο των φωνητικών ικανοτήτων της, αλλά και πολύ καλή επαφή με όσα τραγουδάει. Ειδικά στο πρώτο CD, κάπως λιγότερο στο δεύτερο (όπου "Η Τζένη Των Πειρατών", λ.χ., ή το "Άννα Μην Κλαις" δεν αποδίδονται εξίσου πειστικά με τα υπόλοιπα), η Ελεωνόρα Ζουγανέλη δίνει τα ρέστα της, επιτυγχάνοντας τη χρυσή τομή.
Συνηθίζουμε να λέμε –και έτσι είναι– ότι έναν ερμηνευτή δεν τον κάνουν μόνο οι τεχνικές δυνατότητες, αλλά και οι ρεπερτοριακές επιλογές του. Από αυτήν την άποψη, ετούτη η κυκλοφορία δεν αποτελεί για την Ελεωνόρα Ζουγανέλη βήμα που θα μπορούσε να την πάει παρακάτω. Αποτελεί όμως μια καταγραφή, η οποία, πέρα από το να λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα (βοηθάει, ας πούμε, να περάσουν μερικά σημαντικά τραγούδια σε ένα νεότερο κοινό, αλλά και να λάβει η ερμηνεύτρια την πιστοποίηση «για όλη την οικογένεια»), τη βρίσκει και σε μια ιδιαίτερα κατασταλαγμένη φάση.
Θα είναι κρίμα, λοιπόν, η συγκεκριμένη συγκυρία να μην οδηγήσει και σε κάτι καινούργιο, από άποψη υλικού. Θα είναι κρίμα, τη στιγμή που η Ζουγανέλη αναδεικνύεται ως η πιο ευέλικτη και πειστική (η καλύτερη δηλαδή) ερμηνεύτρια της γενιάς της, να μην βρει τα νέα τραγούδια που της αξίζουν.
{youtube}F-Hh3uwasnQ{/youtube}