Σχεδόν στεναχωρήθηκα στην περίπτωση του πρόσφατου δίσκου των Jane Doe, διότι φαίνονται παιδιά τα οποία γουστάρουν το αντικείμενό τους και δουλεύουν εντατικά. Το τελευταίο λοιπόν πράγμα που θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις είναι «άκυρους» παίκτες. Στα υπόλοιπα όμως ζητήματα που ενυπάρχουν σε έναν δίσκο και συναποτελούν την τελική του εικόνα, έχουμε σαφή προβλήματα. Τα οποία δεν εντοπίζονται στο ύφος του ήχου τους, σπεύδω να διευκρινίσω: αυτό το έχουν σμιλεύσει. Και παρότι η παραγωγή οδηγεί σε ισορροπίες πολύ παλαιότερης λογικής (κάτι που δεν περνιέται ως αισθητική επιλογή, μα ως απώλεια update), οι επιρροές από Cure, Manic Street Preachers και Killing Joke προβάλλουν ξεκάθαρα στο προσκήνιο.
 
Επιστρέφω λοιπόν στα θέματα που προσωπικά με άφησαν εκτός του νυμφώνα απόλαυσης του Revolution Diaries. Κατ' αρχήν το εξώφυλλο, όπως και η γενικότερη εικόνα της κυκλοφορίας: στον βωμό (υποθέτω) της εξυπηρέτησης του ονόματος, επιλέχθηκε μια street-wise αισθητική που όμως δεν διαθέτει καθόλου επιτυχημένες αρμονικές στις γραμμές, στην έμπνευση ή στην εκτέλεση. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, οι τίτλοι των τραγουδιών στο βιβλιαράκι όπου παραθέτονται οι στίχοι δεν φαίνονται εξ αιτίας κακού φόντου, ενώ ακόμα και στο ίδιο το εξώφυλλο δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις πράγματα, πέρα από κάποιες σκληρές γραμμές στενσιλισμού (εκ του stencil).
 
Τραβώντας τώρα στις συνθέσεις, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: ενώ ο δίσκος μπαίνει θαυμάσια με το ανθεμικό "Been Down So Long It Seems Like Up To Me", στα επόμενα κομμάτια κεντράρουμε στις εκρήξεις του μικροφώνου, αντί να έχουμε παράθεση ολοκληρωμένης μουσικής πρότασης. Και ναι μεν η κραυγή της μητροπολιτικής δίποδης κατσαρίδας που υπερασπίζονται οι Jane Doe πετυχαίνει διάνα ανά περιπτώσεις –όπως λ.χ. στο "The Useful Majorities"– σε άλλα όμως σημεία του άλμπουμ τυχόν θαυμάσιες μελωδίες στις γέφυρες απλά χάνονται λόγω των εκτινάξεων των ρεφρέν (π.χ. στο "Grasshopper Lies Heavy"). Βέβαια το γκρουπ δίνει ιδιαίτερη σημασία στη φωνή, αλλά καθώς αυτή λειτουργεί μεταξύ οργής και ηδυπάθειας εναπόκειτο στην παραγωγή να κρατήσει τη σωστή ισορροπία· κάτι που δεν συμβαίνει πάντα, αφού η ηδυπάθεια τελικά υπερτερεί, λαθεμένα κατά περιπτώσεις. 
 
Στη μίξη, επίσης, τα όργανα παρατάσσονται στα μετόπισθεν με τρόπο που θυμίζει το Unknown Pleasures, ενίοτε εκνευριστικά. Και λέω εκνευριστικά διότι παγκοσμίως πια έχουμε φτάσει στις αναγνώσεις του δεύτερου κύματος επιρροής του συγκεκριμένου δίσκου των Joy Division, με αποτέλεσμα πολλές παραγωγές οι οποίες έφεραν στο σήμερα την επιδραστική εκείνη εποποιία του συγκεκριμένου αγγλικού ήχου. Οπότε το να επιστρέφουμε στις συγκεκριμένες ηχητικές συντεταγμένες με μια οπτική που τις αντιμετωπίζει ως θεσμικότητες –και όχι ως απότοκα μιας συγκεκριμένης εποχής– κρίνω πως είναι μια λαθεμένη επιλογή. Ειδικότερα το μπάσο του Dionisis Doe, για να δώσω ένα πιο απτό παράδειγμα, ενώ επιδεικνύει τόσο την απαραίτητη ταχύτητα όσο και την αναγκαία τραχύτητα, επιλέγει μια μονολιθικότητα στην έκφραση, η οποία και κουράζει βαθμιαία, μα και στερεί τη δυνατότητα ελιγμών.
 
Η στιχοπλοκία τέλος των Jane Doe θεωρείς αρχικά (βάσει των αρχικών tracks, αλλά και του τίτλου της δουλειάς τους) ότι έχει να κάνει με τη θέση του ατόμου σε ένα σύνολο, είτε ως παρατηρητή, είτε ως μετέχοντα των κοινωνικών συντεταγμένων. Σταδιακά όμως διολισθαίνει στην πορεία του Revolution Diaries σε μια καταγραφή εσωτερικών διεργασιών, που μπορεί μεν να φαντάζουν ως παράγωγα του αστικού κυκλώνα, αλλά τελικώς αφορούν μόνο την εσώ της σάρκας και ψυχής διάθεση.
 

{youtube}xUVUIcdQOf4{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured