Crowd-funding. Pledge Music. Δύο φράσεις χωρίς ακριβές περιεχόμενο για τους περισσότερους από μας και με άγνωστη «σωστή» μετάφραση στα Ελληνικά. Ίσως οι δυο νεότερες από την καθ’ ημάς Εσπερία που ζητούν μια θέση στο λεξιλόγιό μας, καθώς σηματοδοτούν πρακτικές και νοοτροπίες κυκλοφορίας μουσικού υλικού απόλυτα συνυφασμένες με τον 21ο αιώνα, με την Τεχνολογική Επανάσταση και με την καθίζηση της παραδοσιακής δισκογραφίας.
Η ιστορία θα γράψει λοιπόν ότι τις εισήγαγε στην Ελλάδα το τρίτο 2L8 άλμπουμ: νέες μάχες, νέες πρακτικές. Δεν θα επεκταθώ εδώ σε περιγραφές του τι εστί, ούτε και θα πάρω μέρος στη ζουμερή θεωρητική συζήτηση που σηκώνει το ζήτημα. Ένα κείμενο κριτικής καλό είναι να αρκεστεί στην επισήμανση ότι εδώ έχουμε, όντως, το πρώτο εγχώριο άλμπουμ που κυκλοφορεί χρηματοδοτούμενο από τους οπαδούς ενός καλλιτέχνη, όπως ακριβώς το θέλει ο τελευταίος: διπλό, σε ωραία έκδοση, με 48σελιδο βιβλιαράκι. Χαίρεσαι να το αγγίζεις, να το ξεφυλλίζεις, να το εξερευνάς. Άνθρωποι που μεγάλωσαν με το βινύλιο, όπως εγώ, δεν γίνεται να μη δώσουν σημασία σε μια κυκλοφορία η οποία δεν ενεργοποιεί μόνο την ακοή, μα χορταίνει και την όραση και την αφή.
Χαίρεσαι όμως και να ακούς το New Battles Without Honor And Humanity; Και βέβαια χαίρεσαι. Αλλά με τη βασική ένσταση ότι ουκ εν το πολλώ το ευ. Πρόκειται για ένα άλμπουμ γεμάτο ιδέες, ξέχειλο από το ταλέντο του Κώστα Βοζίκη μα και από το γνώριμο θεατρικό του πνεύμα και τον ρομαντισμό του, που ενώ τόσο αβίαστα ξεθαρρεύει προς φωτεινά, μαχητικά μονοπάτια, εξίσου εύκολα μπορεί να γκρεμιστεί σε σκοτεινά υπαρξιακά χάσματα, «γοτθικής» υφής. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι κι ένα άλμπουμ ξέχειλο από τραγούδια, από το οποίο νιώθω να λείπει η αίσθηση του μοντάζ και του μέτρου, ίσως και η ματιά ενός παραγωγού –όχι ως προς τα τεχνικά μέρη, αλλά ως προς αυτό που λέμε συγκρότηση ενός δυνατού, ισορροπημένου συνόλου. Κάποια από τα 31 κομμάτια είναι λαμπρά. Κάποια άλλα μέτρια και αδιάφορα. Στις μεμονωμένες, επιλεκτικές ακροάσεις μπορεί να ενθουσιαστείς. Στο βάζω και ακούω τον δίσκο από το 1 ως το 31, όμως, βγαίνεις ικανοποιημένος μα κουρασμένος. Με ένα ναι μεν, αλλά. Ότι ναι μεν είναι ένας άξιος δίσκος με μπόλικα καλά τραγούδια, αλλά έπρεπε να είναι μονός. Τι θα πει «έπρεπε» όμως, θα μου πείτε; Και θα έχετε δίκιο.
Μουσικά πάντως, ο Βοζίκης προχωρεί. Παραμένει σταθερά ταγμένος σε μια ενδιαφέρουσα, σύγχρονη και πολυσυλλεκτική αντίληψη του ροκ, με στιβαρή προσωπική σφραγίδα –και ως προς αυτό είναι ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες που διαθέτουμε σήμερα στο ηλεκτρικό στερέωμα. Στο τρίτο του βήμα δεν διαφοροποιείται ριζικά από τον ήχο που έχουμε μάθει, βλέπεις όμως την πρόοδό του στο πώς π.χ. δουλεύει τώρα τις ενορχηστρώσεις των πιο επικών σημείων, με μια λογική η οποία αποφεύγει το πομπώδες και θυμίζει το μετρημένο πολυβόλο των These New Puritans. Η μουσική του παραμένει οικεία, ταυτόχρονα όμως ηχεί πιο μεστή και κεντραρισμένη από ποτέ.
Στιχουργικά και ερμηνευτικά, από την άλλη, μένει μάλλον στάσιμος –χωρίς πάντως αυτό να αποτελεί μια αρνητική παρατήρηση: το στάσιμος εδώ έχει και μια παράμετρο σταθερής αξίας. Οι στίχοι, ας πούμε, χάνουν μόνο στα σημεία όπου λαμβάνουν μια χροιά πολιτικοποίησης που για μένα φαντάζει υπερβολική και αχρείαστα ηρωική. Γιατί ο Βοζίκης θριαμβεύει όταν στον λόγο του εισάγεται η πανανθρώπινη οπτική και η δική του εκδοχή του ουμανισμού, όχι όταν πάει να φτιάξει πύρινα μανιφέστα τύπου “Interlude”. Ακόμα κι αν σε τέτοιες περιπτώσεις ο λόγος του δεν καταντάει ξύλινος, γίνεται ξηρός, χάνει τους ωραίους του χυμούς –αυτούς π.χ. που φανερώνει στο “Don’t Follow Me”. Οι ερμηνείες πάλι βασίζονται σταθερά στο βιωματικό στοιχείο και στην ακομπλεξάριστη επιμονή του να εξωτερικεύει το είναι του χωρίς φτιασιδώματα ως προς παραφωνίες και υπερβολικούς θεατρινισμούς: για άλλη μια φορά, σε πείθει ότι αξίζει να τον προσέξεις γιατί έχει να σου πει κάτι με σημασία και αισθητική, κάτι που σαφώς και υπερβαίνει τις όποιες φωνητικές και εκφραστικές αδυναμίες μπορεί να ανακαλύψει ένας ψυχρός, αποστασιοποιημένος κριτικός.
Έκανε αυτό που ήθελε λοιπόν ο 2L8 στο New Battles Without Honor And Humanity, όπως το ήθελε. Δίχως εκπτώσεις και συμβιβασμούς ως προς το όραμά του. Και έβγαλε έναν ακόμα καλό δίσκο. Όχι ίσως τον σούπερ ντούπερ δίσκο που θα μπορούσε να έχει κάνει, κρίνοντας από το αποθεματικό του σε ταλέντο/ιδέες και από τα όσα ωραία ακούσαμε εδώ, μα μια δουλειά η οποία –έστω και μέσα στον πλατειασμό της– αξίζει τον κόπο σας. Το είπε και ο ίδιος, πολύ ωραία θεωρώ, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε: «Διακρίνω μια εμμονή με την τελειότητα. Δεν πειράζει, ας είμαστε και λίγο μέτριοι»...