Έτυχε να ακούσω το ντεμπούτο του Παύλου Συνοδινού το σούρουπο μιας Κυριακής. Έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία για τη μουσική και το ακουστικό περιβάλλον και το πόσο διαφορετικά συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε ακούγοντας την ίδια μουσική σε διαφορετικά πλαίσια. Έτσι λοιπόν, το Μικρές Eλπίδες είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ για ορισμένες περιπτώσεις.
Αρχικά μου άρεσε ως άκουσμα στο σύνολό του. Καλή διάρκεια, επιτυγχάνει να μην γίνεται κουραστικό, καλοζυγισμένη δουλειά. Φαίνεται ωστόσο πως πρόκειται για ντεμπούτο: ο Συνοδινός προσπαθεί, όχι απαραίτητα ηθελημένα, να επιδείξει τις ικανότητές του. Η μουσική του μόρφωση και ...παρα-μόρφωση είναι έτσι εμφανής. Εξηγώντας, ο τραγουδοποιός είναι απόφοιτος Μουσικού Σχολείου, όπου η εκμάθηση παραδοσιακής μουσικής είναι υποχρεωτική. Επιπλέον, σπούδασε στη SAE ηχοληψία (ή αλλιώς, την τέχνη του ήχου), ενώ είναι επίσης εκπαιδευμένος κιθαρίστας. Η κλασική του παιδεία συναντά λοιπόν την παραπαιδεία (ως παράλληλη παιδεία, βλέπε κουλτούρα και εξωτερικά ακούσματα). Με τη σειρά του, εκείνος παράγει έναν δημιουργικό αχταρμά των όσων έχει μάθει και πράξει –χαρακτηριστικό που παρατηρείται σε πληθώρα πρώτων δισκογραφημάτων στην Ελλάδα.
Αλλά το Μικρές Ελπίδες του Παύλου Συνοδινού είναι μια πολύ καλή σπουδή. Η φωνή του τραγουδοποιού κινείται σε χαμηλά ρετζίστρα: συχνά ερμηνεύει σχεδόν ψιθυρίζοντας. Σε ορισμένα όμως τραγούδια συμμετέχουν ο Γιάννης Χαρούλης και η Νατάσα Μποφίλιου, δίνοντας φανερά μέρος της εμπειρίας τους –τα “Όλα Ψέμα”, “Απαγορευτικό” και “Μικρές Ελπίδες” αποτελούν εξαιρετικές τραγουδιστικές ερμηνείες. Στον αντίποδα, το ορχηστρικό “Sunday Night” υπήρξε απογοητευτικό. Γιατί, ενώ ξεκινά ως δομημένο τζαμάρισμα, δίνοντας φωνή σε κάθε όργανο σταδιακά, και ενώ χωρίζεται σε μέρη, δεν διαθέτει κάποια κορύφωση. Παραμένει στατικό μέχρι το τέλος, και είναι το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου σε διάρκεια –θα περίμενε επομένως κανείς κάτι πιο ενδιαφέρον, κάτι π.χ. στο ύφος του “Πώς Θα Σωθώ Ξανά”, όπου η αντίστιξη των οργάνων και το ρυθμικό τους δέσιμο σε κάνουν να το προσέξεις. Ή ακόμη, στο “Απαγορευτικό”, όπου το μουσικό τοπίο αλλάζει και οι ερμηνευτές τοποθετούνται σε κάποιον φανταστικό γαλήνιο, πεζόδρομο.
Οι Μικρές Ελπίδες δεν επιδιώκουν να μουδιάσουν τον εγκέφαλο του ακροατή, διαβάζονται περισσότερο σαν βιβλίο του οποίου την πλοκή έχεις φανταστεί και ξέρεις πώς πιθανώς θα τελειώσει. Σίγουρα όμως θα συνεχίσω να το ακούω τις Κυριακές.