Σε μια πρώτη προσέγγιση, η νέα δισκογραφική δουλειά του Δημήτρη Μπάση φαντάζει ενδιαφέρουσα για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, εξ’ αιτίας της συνεργασίας του με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος υπογράφει τη μουσική του δίσκου και επιχειρεί να προσεγγίσει τον κορμό του ρεπερτορίου του Μπάση πειραματιζόμενος πέρα από τον ηλεκτρικό ήχο –και σε λαϊκούς δηλαδή δρόμους. Και δεύτερον, λόγω των πολλών και ενδιαφερουσών συνεργασιών με ικανούς στιχουργούς (Μάνος Ελευθερίου, Ισαάκ Σούσης, Λίνα Δημοπούλου κ.α.) αλλά και με συμμετέχοντες ερμηνευτές (Δημήτρης Μητροπάνος, Γλυκερία, Γιώτα Νέγκα). Ο Δημήτρης Μπάσης συγκαταλέγεται εξάλλου στους σημαντικότερους τραγουδιστές της γενιάς του και διαθέτει αδιαμφισβήτητες ερμηνευτικές δυνατότητες. Στοιχεία που, εκ των πραγμάτων, δημιουργούν προσδοκίες για κάθε νέα του δισκογραφική προσπάθεια.
Όμως η ακρόαση του δίσκου δυστυχώς δεν δικαιώνει αυτές τις προσδοκίες. Αντίθετα, επιβεβαιώνει μια κατάσταση που επαναλαμβάνεται συχνά τα τελευταία χρόνια στην ελληνική δισκογραφία και συνιστά –με ελάχιστες εξαιρέσεις– ένα δισκογραφικό τέλμα αξιόλογου ρεπερτορίου, στο οποίο εγκλωβίζονται ακόμα και ικανοί ερμηνευτές. Ο Μαχαιρίτσας φιλοδόξησε μεν να κινηθεί διαφορετικά και να προσεγγίσει στο γνώριμο ύφος του Μπάση, τελικά όμως δεν κατάφερε να παρουσιάσει αξιόλογες λαϊκές/έντεχνες συνθέσεις, με σημερινό άρωμα. Μάλλον κατ’ επίφαση λαϊκά τραγούδια δημιούργησε και δεν είναι τυχαίο ότι του προέκυψαν καλύτερα αποτελέσματα στις περιστάσεις όπου βάδισε στους πιο γνώριμούς του ηλεκτρικούς δρόμους –στους οποίους και διαθέτει άλλωστε ιδιαίτερη εμπειρία.
Ως προς τη στιχουργική πάλι πλευρά της δουλειάς, παρά τα ονόματα που αναφέρθηκαν και πιο πάνω, κανείς δεν καταθέτει εδώ κάτι το αξιοσημείωτο –έστω κι αν ο λόγος των Ελευθερίου, Σούση και Δημοπούλου υπερισχύει τελικά των υπόλοιπων συμμετεχόντων. Πόσο δύσκολο είναι όμως να πετύχει κάτι τέτοιο απέναντι σε στιχουργήματα τύπου «πόσες φορές δε νόμισα πως βρήκα το μανάρι/του δόθηκα με χάρη και με βρήκε παλικάρι»; Επίσης, οι συμμετοχές κάποιων βαρύγδουπων ονομάτων στον τομέα της ερμηνείας υπηρέτησαν τελικά την επικοινωνία μάλλον του δίσκου και όχι την ουσία του.
Λέγοντάς το αυτό, πάντως, οφείλω να διαχωρίσω την παρουσία του Δημήτρη Μπάση. Μπορεί στο σύνολό του το άλμπουμ Η Συννεφιά Περνάει Με Παρέα να διέψευσε τελικά τις προσδοκίες, ωστόσο εκείνος επιβεβαιώνει σε πολλά σημεία τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του –στέκεται ακόμα και στα επιεικώς μέτρια τραγούδια που ερμηνεύει εδώ. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται και η ανάγκη αυτής της φωνής να συναντήσει ένα πιο αξιόλογο και δυνατό ρεπερτόριο, ικανό να οδηγήσει σε έναν δίσκο που να μπορεί να κάνει τη διαφορά.