Τι γίνεται όταν οι μοντέρνοι κλασικοί (του 20ου αιώνα) μπλέκουν στα black metal χωράφια; Να το βασικό ερώτημα που θέτει ο δεύτερος δίσκος των Abstruse, οι οποίοι από δίδυμο απομένουν πλέον προσωπικό πρότζεκτ του Substant –βαδίζοντας μεν στη χαραγμένη (προ τριετίας) διαδρομή, αλλά με φρέσκια, πιο εστιασμένη προσέγγιση και με σαφώς θεαματικότερα αποτελέσματα.

Αν στο Transgression οι Abstruse υπήρξαν τολμηροί, στο Ivory Tower είναι τολμηρώς αποτελεσματικοί. Δεν θέλω να κάνω λόγο για πειραματικό black ή για avant-garde metal, γιατί πρόκειται για έννοιες οι οποίες δεν σημαίνουν πια τίποτα –μετρήστε πόσοι καμουφλάρουν ημιμάθειες και αδυναμία επιχειρηματολογίας κάτω από τα λάβαρά τους. Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ότι οι ατονικοί δρόμοι (και όχι μόνο) της κλασικής μοντερνικότητας προσφέρουν μέθοδο, διδάγματα και σκελετό, ώστε να αρθρωθεί ένα black metal προσωπικής υφής, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να σταθεί εκεί έξω, στο εξωτερικό εννοώ, δίπλα στους (πολλούς, πια) «πρωτοπόρους». Ένα black metal μοχθηρό, στυγερό και πνιγηρό όπως το θέλουν οι σχετικές παραδόσεις, βουτηγμένο στο σκοτάδι της αναμέτρησης με τους δαίμονες μιας αλαζονικής, προβληματικής προσωπικότητας –δώστε βάση στους στίχους, γιατί το άλμπουμ έχει concept χαρακτήρα και τον τιμά.

Δεν θα αναλωθώ σε αναφορές και επιρροές, γιατί ο Substant έχει αφομοιώσει άριστα τα παραδείγματα από τα οποία εμπνέεται τους δρόμους του. Μια εκλεκτική συγγένεια θα ήθελα να τονίσω, με τους Dirty Granny Tales, άλλη μια υποτιμημένη εγχώρια παρουσία με μαυρομεταλλικές ρίζες. Συγγένεια ως προς τον τρόπο (μετ)επεξεργασίας του black metal Παραδείγματος, ως προς την προσοχή στον στιχουργικό τομέα και ως προς τη θεατρικότητα της εκφοράς του, σε επίπεδο ερμηνείας. Κατά τα άλλα, οι Abstruse τραβάνε σε μια δική τους, μοναχική διαδρομή. Στο Ivory Tower αφαιρούνται τα φουτουριστικά στοιχεία του Transgression και το αμάλγαμα με τους μοντέρνους κλασικούς γίνεται πιο συγκεκριμένο, πιο συμπαγές, χωρίς στιγμή να χάνει τον black metal χαρακτήρα του. Έτσι, αν το προηγούμενο άλμπουμ ηχούσε περισσότερο ως έκπληξη, είναι εδώ που αποδεικνύεται ότι υπάρχει περιθώριο εξέλιξης –συναρπαστικό μάλιστα– πέρα από τη βασική ιδέα ενός λειτουργικού fusion.

Ο ενιαίος ειρμός κάπου χάνεται στην τριλογία “A Flying Messenger Thru Mist”, κάτι εδώ δεν λειτουργεί όσο συνεκτικά θα έπρεπε και έτσι η προσοχή διασπάται. Αντίθετα, ο Abstruse χρησιμοποιεί υπέρ του το γεγονός ότι η νέα του δουλειά είναι, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, ένα ντέμο άλμπουμ με «σπιτική» παραγωγή. Ακόμα κι αν κάποιος επαγγελματίας βρει πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα του ήχου (πάντα δεν υπάρχουν, άλλωστε;), πρόκειται για μια παραγωγή προσεγμένη και στημένη έτσι ώστε να εξυπηρετεί άψογα το πνεύμα των συνθέσεων και των ερμηνειών.

Τα “Thy Horror Embraced” και “Ghost Tower” είναι νομίζω τα εμφανώς καλύτερα σημεία της δουλειάς –το πρώτο με τους στοιχειωτικούς χτύπους των τύμπανων, το δεύτερο με τη ζοφερή του επικότητα και τα γρυλίσματα που μου θύμισαν έναν απογυμνωμένο Dave Mustaine, όταν ακόμα οι Megadeth ήταν κοφτεροί και επικίνδυνοι. Αλλά ίσως τελικά ψυχή του άλμπουμ να αποτελούν οι ενορχηστρώσεις και η ατμόσφαιρα του “Avid Saith” ή το σημείο εκείνο στο “Escape!” όπου ο πρωταγωνιστής μας ουρλιάζει «my spirit breaks!» με μια συνειδητοποιημένη απόγνωση που όμοιά της έχω συναντήσει τελευταία μόνο στα τάρταρα του “Leaden Tide”, από τον πρώτο δίσκο των A Storm Of Light.

Με δύο λόγια, ένα άλμπουμ σημαντικό και για την εγχώρια δισκοπαραγωγή, αλλά και για το τώρα του black metal ήχου γενικότερα. Από εκείνα που, θέλω να πιστεύω, ότι θα συνεχίσουν να αναζητούν οι μουσικόφιλοι 10 και 20 χρόνια μετά –γιατί στην εποχή μας αποτελεί πια κανόνα ότι άλλα πράγματα, με μικρότερη σημασία, μονοπωλούν τα εξώφυλλα στον είτε ξεπουλημένο, είτε ημιμαθή μουσικό τύπο.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured