Τι σχέση μπορεί άραγε να έχουν δύο προγραμματιστές της Μάικροσοφτ με την Αγγελική Κονιτοπούλου και τον νέο της δίσκο; Καμία – εκτός και είστε μουσικοκριτικός, συμπληρώνω. Ειδάλλως δεν ξέρω πόσες φορές θα είχα σκίσει και ξαναρχίσει το παρόν κείμενο σε χειρόγραφο έτσι και οι Μπρόντι & Σιμόνι δεν είχαν εφεύρει το Word. Γιατί η Γαλάζια Θάλασσα εμπεριείχε ένα «μυστικό» επιτυχίας, απροσδιόριστο σε πρώτη επαφή, που πολύ με παίδεψε μέχρι να εντοπίσω. Μυστικό καθοριστικό σαν σπιτική συνταγή παλιάς νοικοκυράς και, συνάμα, υποδειγματικό για το πώς πιστεύω θα έπρεπε να φτιάχνεται το νεοπαραδοσιακό τραγούδι.  Εκ πρώτης όψης, τα πράγματα μοιάζανε απλά. Έως πολύ απλά. Βιολί και λαούτο δίνουν τον τόνο χαράζοντας μελωδικώς γνώριμα κυκλαδίτικα μονοπάτια, οι στίχοι βρίθουν ερωτόλογων με φόντο τη ζωή των νησιών και το θαλασσινό τους τοπίο και η φωνή της Αγγελικής Κονιτοπούλου στέκει ως συνδετικός κρίκος μεταξύ μουσικής και λόγου. Δεν ψάχνεις για εκπλήξεις σε ένα τέτοιο περίγραμμα, ζητάς όμως τη φροντίδα και το στίγμα – και τα βρίσκεις αμφότερα: ασχέτως αν κάποια τραγούδια ξεχωρίζουν ενώ άλλα μέχρι και αδιάφορα τα λες, τα πάντα προκύπτουν καλοδουλεμένα στη Γαλάζια Θάλασσα όσον αφορά στα παιξίματα των οργάνων, στη διάταξή τους και στον τρόπο εκτέλεσης της παραγωγής. Τα δε καλά τραγούδια είναι πολύ καλά, διαθέτουν δηλαδή εκείνη τη σχεδόν μαγική στόφα που σε κάνει να επιστρέφεις ξανά και ξανά για ακροάσεις: το “Ξέχνα Τα Παλιά” και το “Θάλασσα Μη Μελαγχολείς” είναι τα δύο που κατά τη γνώμη μου ξεχωρίζουν, με το “Καραβάκι Στο Αιγαίο” και το “Γαλάζια Θάλασσα” να ακολουθούν, μαζί και το οργανικό “Μπαλαριστός”. Το στίγμα τέλος της δουλειάς το εγγυάται η Αγγελική Κονιτοπούλου. Δίνει σε όλα τα τραγούδια το κάτι παραπάνω, τα απογειώνει που λέμε, προσφέροντας χρώμα, συναισθηματικό βάθος και μια αύρα αληθινά θαλασσινή. Ιδιαίτερα θα σταθώ και πάλι στο “Θάλασσα Μη Μελαγχολείς”, στο οποίο νομίζω ότι πρόσφερε τη σπουδαιότερή της, στον παρόντα δίσκο, ερμηνεία.  Όμως το Γαλάζια Θάλασσα εμπεριέχει και κάτι πέραν του υλικού και της κατασκευής του, το οποίο υφέρπει ως «μαγιά» του δίσκου. Δεν το βρήκα παρά μόνο όταν έκανα το εξής ερώτημα: ως πού πρέπει να αποκλίνει από τις ρίζες μια νεοπαραδοσιακή δουλειά και με ποια ακριβώς νεωτερικότητα επιτρέπεται άραγε να φλερτάρει; Μέσω λοιπόν της οικογενειακής διασύνδεσης των κύριων συντελεστών με την Αγγελική Κονιτοπούλου, βρήκα πως στη Γαλάζια Θάλασσα επιτεύχθηκε μια βιωματική «χρυσή» ισορροπία μεταξύ παραδοσιακού και σύγχρονου. Δίχως πλάνο, όλοι σαν να ήξεραν πώς και μέχρι πού έπρεπε να οριστεί η απόσταση από τα παλιά και η προσέγγιση στο σήμερα – και πουθενά δεν γίνεται νομίζω περισσότερο εμφανές αυτό από τις ενορχηστρώσεις του Βαγγέλη Κονιτοπούλου. Τις οποίες διακρίνει μια λιτότητα και ένα πνεύμα κατά πολύ διαφορετικό των ενορχηστρώσεων που συχνά επιλέγει στις δικές του προσωπικές δουλειές. Υπάρχει λοιπόν μια θαυμάσια αίσθηση μέτρου να καθορίζει τον «βυθό» της συγκεκριμένης Γαλάζιας Θαλάσσας. Μέτρο που λείπει – συχνά σε σκανδαλώδη βαθμό – στον νεοπαραδοσιακό χώρο, όπου οι δημώδεις ρίζες συνήθως μεταχειρίζονται όχι ως αφορμή, μα ως εξωτικό μπαχαρικό για να παίρνουν ψευτογεύση διάφορες άνοστες σύγχρονες μόδες – άλλες με το βλέμμα στη λαϊκή πίστα κι άλλες προς την υποκριτική ποιότητα.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured