Μερικές φορές η καλή μέρα φαίνεται πράγματι από το πρωί, κι ας λένε τα ζώδια για εκλείψεις και τα συναφή. Όπως και μερικές φορές οι καλοί δίσκοι σου μιλάνε από το εξώφυλλο, πριν καν να ακούσεις έστω και μία νότα. Τέτοια είναι ας πούμε και η περίπτωση του νέου album των Closer, στο εξώφυλλο του οποίου βλέπουμε τον πλανήτη μας αριστοτεχνικά τοποθετημένο ως μια μικρή μπαλίτσα σε ένα τεράστιο μικροσκόπιο (αν δεν κάνω λάθος). Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον υπογράφοντα τη δημιουργία του artwork Μιχάλη Καββαδία. Όσον αφορά τώρα το περιεχόμενο, μπορεί οι Closer να άργησαν να μας παραδώσουν το τρίτο τους μόλις πλήρες album (έξι χρόνια το χωρίζουν από το Suddenly Comes…), είναι όμως γνώμη μου πως έκαναν πολύ καλά, αν τόσο χρόνο χρειάστηκαν για να ολοκληρώσουν μια τέτοια δισκάρα - χαρακτηρισμό τη βαρύτητα του οποίου γνωρίζω και χρησιμοποιώ εδώ με πλήρη συνείδηση του τι γράφω. Ίσως να είναι περιττό, δεν βλάπτει όμως πιστεύω να θυμίσουμε στο σημείο αυτό κάποια πράγματα σχετικά με την πορεία στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να ενταχθεί το εν λόγω album (ξέρετε, αυτό το «για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι»). Χωρίς λοιπόν να επιθυμώ να υποτιμήσω τη σημαντική συνεισφορά των Last Drive και των Raining Pleasure στην πονεμένη υπόθεση του αγγλόφωνου ελληνικού rock, θα θυμίσω ότι οι Closer της δεκαετίας του 1990 χαιρετίστηκαν δικαίως ως το καλύτερο συγκρότημα που είχε ως τότε υπάρξει στον χώρο: ο ήχος τους ήταν πραγματικά μοντέρνος και πολυεπίπεδος, οι στίχοι τους είχαν κάτι να πουν και, όπως πολύ σωστά είχε γράψει ο Νίκος Μποζινάκης στο Ποπ + Ροκ, στην περίπτωσή τους δεν ίσχυε η καταραμένη διαπίστωση «καλοί είναι αλλά ακούγονται σαν τους...». Σιγά-σιγά βέβαια η όλη σκηνή άρχισε να κινείται και εμφανίστηκαν και άλλα αξιόλογα ονόματα, με την παρούσα όμως επιστροφή τους στα πράγματα οι Closer όχι μόνο διεκδικούν και πάλι τα σκήπτρα τους, αλλά νομίζω και πως τα ξανακερδίζουν με το σπαθί τους. Το group φανερώνει κι εδώ όλα τα χαρακτηριστικά που το καθιέρωσαν - την εκτελεστική δεινότητα των μελών του, την ικανότητά τους να συνθέτουν μελωδίες με ζουμί και φαντασία, την επαφή τους με τα διεθνή τεκταινόμενα (σε αντίθεση με πολλά άλλα ελληνικά σχήματα οι Closer παρακολουθούν την ξένη μουσική και αυτό φαίνεται), μα και την αναζήτηση των ολοένα και πιο ασταθών «συνόρων» της σύγχρονης rock τραγουδοποιΐας. Όλα αυτά δεν είναι βέβαια καινούργια, για όσους τους έχουν παρακολουθήσει. Συνδυάζονται όμως εδώ με μια ας την πω μεγαλύτερη ωριμότητα ως προς τα εκφραστικά τους μέσα, με μια πραγματική εξέλιξη της μπάντας προς ένα υψηλότερο δημιουργικό επίπεδο - ακόμα και από αυτό που μας είχαν ως τώρα συνηθίσει. Σπάνιο είναι πια το φαινόμενο να ακούς έναν ελληνικό δίσκο (οποιουδήποτε είδους, όχι μόνο rock) όπου όλα σχεδόν τα τραγούδια να είναι ωραία και να μην ξέρεις ποιο να πρωτοδιαλέξεις (μόνο το “Devil” χάνει λιγάκι). Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ: δεν μιλάμε για μερικές πολύ ωραίες στιγμές, αλλά για ένα πολύ γερό σύνολο, το οποίο απογειώνεται ακόμα πιο ψηλά χάρη σε μια παραγωγή που δίχως υπερβολή φυσάει (τη συνυπογράφει για άλλη μια φορά ο Άρης Χρήστου). Αναζητώντας highlights, θα σας προτρέψω να προσέξετε ιδιαίτερα τα κολασμένα ηλεκτρονικά με τα οποία επενδύεται ο σίφουνας “Motel”, τη συμμετοχή της Mary - των γνώριμων σε μια μικρή μα ανήσυχη μερίδα εγχώριων «αλτερνατιβάδων» Mary & The Boy - στο πολύ καλό “Honey”, την εμπειρία της μοναξιάς στη σύγχρονη μεγαλούπολη που στοιχειώνει το εναρκτήριο “Intron”, τις ερεβώδεις γωνίες του “Train” και τη παριζιάνικη γλύκα την οποία φέρνουν στο “Singles” τα γαλλόφωνα φωνητικά της Κατερίνας Παπαχρήστου (όπου ακούγεται και η χαρακτηριστική τρομπέτα του Νίκου Μπαρδή των Διάφανων Κρίνων). Ακόμα όμως και αν γίνεται να απομονώσει κανείς κάποιες στιγμές, το Closer είναι, όπως είπα και παραπάνω, μια δουλειά η οποία ακούγεται από την αρχή ως το τέλος. Μη χάσετε ετούτο το album. Είναι κάτι που συμβαίνει τώρα, δίπλα σας, και μια μέρα θα μιλάνε για αυτό…