Η μπάντα που ποτέ δεν λάμβανε υπόψη τις παραγγελιές του κοινού -λένε ότι κάποτε στο αίτημα ενός φαν να παίξουν το "I am the fly", o  μπασίστας Graham Lewis σαν αυστηρός γυμνασιάρχης απάντησε "We don’t play requests" -και βέβαια η μπάντα που αψηφούσε σε ό,τι αφορούσε τις κυκλοφορίες της, ακόμα και τα δικά της αγαπημένα, μας κάνει επιτέλους τη χάρη. Αν είσαι από αυτούς που τους ακούς και τους παρακολουθείς από το Pink Flag και μένεις πιστός ακόμα και αν δεν καταλαβαίνεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μην απόρησες -κάπου ανάμεσα στο πρώτο τους άλμπουμ και τα δύο επόμενα- τι συνέβη κι αν επρόκειτο σε κάθε περίπτωση για την ίδια μπάντα.

 Ξεκίνησαν δυναμικά πείθοντας μας ότι ήταν η πρώτη hardcore μπάντα του κόσμου, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο σε συντομία και ταχύτητα, για να περάσουν από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του Chairs Missing τo 1978 σε μια πιο ψύχραιμη, υπομονετική και αλλόκοτη avant-pop και  το 1979 με το 154, σε μια μεταλλαγμένη progressive rock με γενναίες προεκτάσεις σε ατμοσφαιρικούς ήχους γλασαρισμένους με synth πινελιές. Το “Not About to Die” έρχεται να καλύψει το κενό και να απαντήσει στο τι συνέβη στο μεταξύ. Αποτελεί ένα σπουδαίο ντοκουμέντο της ενδιάμεσης εποχής, όταν οι Wire όδευαν μηχανικά προς ένα Pink Flag II , ενώ στην πραγματικότητα είχαν ήδη βαρεθεί την πανκ.

Αρχικά το Not About To Die κυκλοφόρησε παράνομα στις αρχές του 1980 από μία αμφιλεγόμενη εταιρεία παραγωγής, την Amnesia Records. Στην ουσία επρόκειτο για μία σειρά από studio demos (1977-1978) για το δεύτερο και τρίτο άλμπουμ του γκρουπ το Chairs Missing και το 154 αντίστοιχα . Αυτά τα demos είχαν ηχογραφηθεί για την EMI και πέρασαν παράνομα από χέρι σε χέρι με κασέτες μεταξύ των εργαζομένων της εταιρείας. Ωστόσο από την πλευρά της μπάντας δεν υπήρχε η πρόθεση τότε να τα κυκλοφορήσουν.

Μια φτηνή και χαμηλής ποιότητας ηχογράφηση-αφού μιλάμε τουλάχιστον για τρίτης γενιάς κασέτες σε σχέση με αρχική- με ένα εξώφυλλο πράσινο και κόκκινο γεμάτο κόκκο και σαφώς απλή φωτοτυπία. Αν τα έβαζες μάλιστα όλα αυτά δίπλα στα standards υψηλής ποιότητας παραγωγής και σχεδιασμού κάθε δίσκου ήταν το λιγότερο κακούργημα σε βάρος της μπάντας. Προσβολή όχι μόνο για την μπάντα, δηλαδή, αλλά και για τους φαν του συγκροτήματος. Και διαστροφή θα μπορούσες να το πεις, το γκρουπ αποφασίζει να αποκαταστήσει τα πράγματα και να σβήσει μία από τις πιο στενόχωρες στιγμές στην ιστορία του με την επίσημη κυκλοφορία του άλμπουμ αυτού. Ένα remaster, λοιπόν, όπως του πρέπει, με την εμμονή των Wire στη λεπτομέρεια κι ένα εξώφυλλο με αναφορές στο παλιό, αλλά σίγουρα ένα level πάνω σε ό,τι αφορά το αισθητικό αποτέλεσμα.

Τι έχεις να ακούσεις: αρχικά κάποιες πρώτες εκτελέσεις των "French Film (Blurred)" -ελλιπές παραλήρημα που μια χαρά θα ταίριαζε στο «Pink Flag», αλλά όταν εμφανίστηκε στο "Chairs Missing» λίγους μήνες αργότερα μόνο τα φωνητικά παρέμειναν ανάμεσα σε μια απόκοσμη ψυχεδελική ηρεμία και την ένταση ωρολογιακής βόμβας-, "Used To" και του "Being Sucked In Again", τις οποίες βέβαια το γκρουπ εξέλιξε αρκετά και συμπεριέλαβε τελικά στο «Chairs Missing» του  1978 που άφησε εποχή. Το "Dot Dash" / "Options R" εδώ σε μια πιο ολοκληρωμένη μορφή, την εξέλιξη του "The Other Window" από ένα ζαλισμένο και κωμικό παιχνίδι του Newman σε ένα   spoken-word κομμάτι  σε απαγγελία του κιθαρίστα Bruce Gilbert. Τα demos των "Once Is Enough", "On Returning" και "Two People In A Room" που έχεις ακούσει τελείως διαφορετικά στο 154 του 1979. Μερικά κομμάτια όπως τo "The Other Window" είναι αγνώριστα σε σχέση με τις μετέπειτα προσεγγίσεις, αλλά αυτά που πραγματικά αγαπάμε πολύ είναι αυτά που δεν συμπεριλήφθηκαν σε κανένα από τα studio album που ακολούθησαν.

Καθαρές κιθάρες χωρίς τα φρου φρου της μεταγενέστερης εποχής και τα σύγχρονα εφέ, επιπολαιότητα μηδέν, ηχητικό σκάκι μπορείς και να το ονομάσεις το Not About To Die, κατάλληλος όρος αν σκεφτείς μάλιστα ότι μιλάμε για την μπάντα που επρόκειτο στη συνέχεια να εφεύρει τον όρο «Math Rock». Στο "It’s the Motive", αν και σε εμβρυικό στάδιο, θα σταθείς θες δεν θες λόγω του μπάσου του Graham Lewis και του καθαρού και μινιμαλιστικού ήχου των ντραμς του Robert Grey. Το "Love Ain’t Polite" με τίτλο που θα έλεγες ότι δεν ταιριάζει καθόλου στους  Wire διαμαντάκι θα το πεις, γιατί η κιθάρα του  Bruce και τα δυνατά φωνητικά του  Colin πλάι στο γεμάτο ενέργεια και γοητεία   "bah-ba- bah-ba’s"  σε κάνουν να μην θες  να αντισταθείς και κάτι από Buzzcocks σου φέρνουν στο μυαλό. Αν θέλει κάποιος έναν λόγο για τον οποίο μπορεί να πέταξαν στη συνέχεια το κομμάτι αυτό, θα έλεγα γιατί εδώ οι Wire ακούγονται περισσότερο σαν μια  power-pop μπάντα που προσπαθεί να μοιάσει στους Wire παρά σαν τους Wire που ξέρεις.

Στο μεταξύ το κομμάτι που δίνει τον τίτλο στο άλμπουμ Not About To Die, επίσημα γνωστό ως "Stepping Off Too Quick" με μια πληθωρική jangle-punk εκτόξευση που θυμίζει  το  "Crazy Rhythms" των Feelies, σφύζει από ενέργεια και αυτοπεποίθηση και ναι έχει το καλύτερο intro ever – γι’ αυτό μάλλον όπως ανέφερε ο Newman χαριτολογώντας το intro καταλαμβάνει το ένα τρίτο του τραγουδιού- ο λόγος , όμως αυτός από ό,τι φαίνεται δεν στάθηκε αρκετός για να κρατήσουν το κομμάτι. Το "Ignorance No Plea" πήρε το όνομα "I Should Have Known Better" και είναι χαρακτηριστικό κομμάτι Wire.  Κοφτό, ακριβές, αλλόκοτο σε μια πιο primitive, μουτζουρωμένη και σκληρή μορφή. Οι Wire θα μπορούσες να πεις ότι είναι μια μπάντα με σύνδρομο Asperger: σούπερ λειτουργική με υψηλές αποδόσεις, διαφορετική, παθιασμένη, εμμονική και αυτάρκης. Μια μπάντα με δυνάμεις σούπερ ήρωα.

Όταν μιλούσαν για τους στίχους ενός κομματιoύ τους ονόμαζαν «κείμενο». Για αυτούς ήταν μια ανεξάρτητη ανάλυση κι όχι μια συναισθηματική αφήγηση. Είχαν μια επιστημονική προσέγγιση στον τρόπο που έκαναν μουσική, που θα μπορούσε πολύ εύστοχα να συνοψιστεί στη φράση του John Cooper Clark «Speaking as an outsider, What do you think of the human race?» 

Το χιούμορ τους δυσεύρετο, αλλά όπου υπάρχει σπάει κόκκαλα. Ο τρόπος τους ευθύς και πάντα συγκεκριμένος.

«Being Wire was, and still is a serious business»

45 χρόνια μπάντα δεν έκανε τίποτα από αυτά που κάνουν άλλες μπάντες για να μείνουν στην επικαιρότητα.

Ούτε συλλογές, ούτε μοδάτες συνεργασίες, ούτε επετειακές τουρνέ. Παρόλα αυτά έχουν την γενναιότητα και τη σοφία να αναγνωρίσουν ότι κάποια από τα πράγματα που αυτοί άφησαν πίσω, απέκτησαν ζωή μόνα τους, πήραν μυθικές διαστάσεις για τους φαν του συγκροτήματος χωρίς να το έχουν επιδιώξει οι ίδιοι. Πρότυπα αντι-νοσταλγίας, χωρίς να ντρέπονται ωστόσο να φέρουν στην αγορά υλικό που έχει ναυαγήσει και χωρίς να αρνούνται την κυκλοφορία live ηχογραφήσεων και επανηχογραφήσεων, βάζουν πραγματικά την περηφάνεια τους στην άκρη και κυκλοφορούν επίσημα το πιο μελανό σημείο στην ιστορία της μπάντας αναγνωρίζοντας ότι αποτελεί ένα αξιόλογο στιγμιότυπο της εξέλιξής τους.

Αν θες να τους ακούσεις την εποχή που έσφυζαν από φρέσκιες ιδέες κι ενθουσιασμό και την επιθυμία να τα επικοινωνήσουν, εδώ είσαι.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured