Ένα EP που κυκλοφόρησε στο βαθύ σκοτάδι της πανδημίας το 2021 με τον αντιπροσωπευτικό τίτλο Dark Days έφτασε για να βάλει μια «νεαρή» μπάντα από το Leeds για τα καλά στον δυναμικό μουσικό χάρτη που βαίνει εξελισσόμενος προς τις εκβολές του trend που ο μουσικός Τύπος έχει ονομάσει “post Brexit post – punk”. Κι ένα album διάρκειας μόλις 37 λεπτών με τον οξύμωρο τίτλο The Overload που κυκλοφόρησε στην αυγή του 2022 ήταν παραπάνω από αρκετό για να δικαιώσει το hype αυτού του new entry στην κιθαριστική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας και αυτού του νέου κύματος του British Invasion που «γλείφει» τα τελευταία χρόνια τις ακτές της διεθνούς μουσικής βιομηχανίας, κόντρα στα πανίσχυρα ηλεκτρονικά ρεύματα, στις παλίρροιες της ραπ και της hip hop και στον πολύχρωμο χαμελαίοντα της σύγχρονης pop.
Για την ακρίβεια, βέβαια, αν κάτι ξεχωρίζει τους Yard Act από τους υπόλοιπους «συντρόφους» τους του βρετανικού «νέου κύματος» είναι ακριβώς η αδιαμφισβήτητη pop δυναμική τους που σαρώνει τους πάντες στο πέρασμά της, από τον Elton John μέχρι τον Ed Sheeran. Το The Overload τα δίνει όλα με το καλημέρα, είναι γρήγορο και εθιστικό, έχει την άγνοια κινδύνου της νιότης και την ίδια στιγμή το γνώθι σαυτόν μιας πρόωρα ενήλικης σοφίας, είναι μια αρχετυπική post – post punk συνταγή φιλτραρισμένη μέσα από τα πιο λαμπρά βιώματα της brit pop παράδοσης.
Αυτό που ξεκίνησε όταν ο κατά το ήμισυ ιθύνων νους των Yard Act, James Smith μοιράστηκε με τον μπασίστα Ryan Needham το δωμάτιο του εξελίχθηκε τάχιστα σε ένα ορμητικό ντεμπούτο LP που θυμίζει στις καλύτερες στιγμές τις δόξες της πρώτης περιόδου των Arctic Monkeys. Η Μεγάλη Βρετανία του 2002 όμως είναι πολύ διαφορετική από αυτήν του 2022 προσφέροντας ακριβώς το momentum που χρειάζεται μια μπάντα όπως οι Yard Act για να κάνει τη διαφορά της. Το κουαρτέτο τριγυρίζει στα pulp κοστούμια του, με χαρακτηριστική άνεση και το μπάσο κομψά πλην τέρμα ακονισμένο στις γραμμές της κοινωνικής θεματολογίας του, φιλοτεχνώντας με χιούμορ, κυνισμό και εξαιρετική συνθετική ισορροπία τα γραφικά πορτρέτα των προβληματικών καιρών μας: o κραταιός επιχειρηματίας που υπακούει μόνο στους άγραφους νόμους του κορπορατισμού αναγκάζεται να κοιτάξει κάτω από την κουκούλα του “καλά κρατιέται για την ηλικία του” και να αντιμετωπίσει τον αναλώσιμο, θνητό εαυτό του στο “The Incident”, ο πολλά υποσχόμενος ποδοσφαιριστής ισοπεδώνεται από το αγγλοσαξονικό όνειρο στο “Tall Poppies”, o ιδεολόγος αντικομφορμιστής του “Rich” αναγκάζεται να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα όταν ο καπιταλισμός τον στριμώξει στα σχοινιά της συνενοχής και στον θελκτικό εναγκαλισμό της προνομιούχας καλοθρεμμένης μεσαίας τάξης.
Φυσικά δεν λείπουν τα σημεία που ο λίγος χρόνος που γράφει το κοντέρ των Yard Act γίνεται αισθητός σε κάποια κενά στιγμιαίας σύγχυσης, ενώ το δικέφαλο φάντασμα του Mark E. Smith και του Jarvis Cocker κρέμεται πάνω από την καλλιτεχνική περσόνα του James Smith απειλώντας σε ανύποπτο χρόνο να γίνει από μεγάλου ατού γραφική μανιέρα. Παρόλα αυτά στο τέλος της ημέρας (και της ακρόασης) η φρέσκια κυνική αφήγηση αυτών των διασκεδαστικών διανοούμενων riots κερδίζει την πρώτη παρτίδα της και πατάει με δύναμη στα πόδια της. Οι post punk αιχμές των Yard Act είναι ευλογημένες με τη ζεστασιά της pop επιτυχίας και την αισιοδοξία που μπορεί να χαρίσει το χιούμορ ακόμα και στην πιο μίζερη εικονογραφία. “The last bastion of hope/This once-great nation had left is its humor” τραγουδάει ο James Smith στο “Dead Horse” και με το The Overload οι Yard Act δικαιώνουν αυτήν την ελπιδοφόρα προοπτική του σύγχρονου φλέγματος σε έναν κόσμο που έχει όσο ποτέ άλλοτε ανάγκη το γέλιο και τη μουσική.