Δεν περιμέναμε 17 studio albums για να τιμήσουμε τους Iron Maiden ως μια από τις δύο μέγιστες δυνάμεις του heavy metal. Δεν αρκούν όσα έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα γι' αυτούς αφού οι Βρετανοί είναι από τις ιστορικές περιπτώσεις που η υστεροφημία τους θα συνεχίσει το δικό της ταξίδι, δεκάδες χρόνια μετά από εμάς. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους πέρα από τους αυστηρά μουσικούς και καλλιτεχνικούς και καλώς συμβαίνει, αφού το branding, το marketing και οι εντυπωσιακές ζωντανές εμφανίσεις είναι αναπόσπαστα στοιχεία ενός group τέτοιας δυναμικής. Το Senjutsu όμως θα κριθεί στις παρακάτω γραμμές αυστηρά για ο,τι προσφέρει στον ακροατή. Και ο ακροατής μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, είτε ένας “πιστός οπαδός” του group ή ακόμα και ένας teenager που δεν γνωρίζει καν το φαινόμενο Maiden. Το album ακολουθεί την (σχεδόν) νομοτέλεια που θέλει τις μπάντες σε αυτό το σημείο της καριέρας τους, να διατηρούν το στιλ τους χωρίς μεγάλες αλλαγές. Αν υπάρχει ένα σημείο που προκαλεί έκπληξη στον ήχο του Senjutsu είναι η χρήση πλήκτρων σχεδόν σε όλα τα τραγούδια, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό σε δίσκο των Iron Maiden.

Αρχικά εντύπωση μου έκανε το άνοιγμα του δίσκου με ένα low tempo τραγούδι, όπως το ομώνυμο, το οποίο στηρίζει τον ήχο του στο drumming και τις φωνητικές γραμμές του Bruce Dickinson. Μια αρκετά περίεργη σύνθεση, μακριά από το στιλ του group που γρήγορα θα ξεχάσουμε. Οι επόμενες δύο συνθέσεις ("Stratego", "The Writing On the Wall") αποτέλεσαν την πρώτη γεύση που πήραμε από τον δίσκο, λίγο πριν κυκλοφορήσει, με την πρώτη να μας θυμίζει έντονα τον ήχο που είχαν στον reunion δίσκο Brave New World,  ενώ η δεύτερη ήταν μια αρκετά πετυχημένη απόπειρα του Adrian Smith να ακουστούν πιο southern rock από ποτέ. Η συνέχεια με το "Lost in a Lost World" δεν επιφυλάσσει ιδιαίτερες συγκινήσεις, μιας και ο Steve Harris γράφει παρόμοιες δεκάλεπτες συνθέσεις εδώ και πολλά χρόνια, με τα θέματα να εναλλάσσονται με πανομοιότυπο τρόπο, οι ακουστικές εισαγωγές να είναι πάνω κάτω οι ίδιες, ενώ και τα solo/refrain στα οποία ίσως θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιο ενδιαφέρον, είναι εξίσου ανέμπνευστα.

Το uptempo rock του "Days of Future Past" θα ήταν μια κορυφαία στιγμή του δίσκου, εάν ο Dickinson είχε ακόμα την δυνατότητα να ανεβαίνει ψηλά στις νότες, ενώ σχετικό εκνευρισμό προκαλεί στο συγκεκριμένο κομμάτι και το άνευρο drumming του "Nicko" McBrain. Βέβαια όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν βοηθούσε η παραγωγή του δίσκου. Δυστυχώς για ακόμη μια φορά, οι Iron Maiden επιλέγουν να προσφέρουν στο ακροατήριο μια αρκετά rough (ας την πούμε ευγενικά live) εκδοχή του υλικού ή οποία εάν τους έβρισκε σε φόρμα σίγουρα θα αναδείκνυε τις αρετές τους, όμως η πολύ λογική φθορά του χρόνου βρίσκεται πανταχού παρούσα. Κόντρα σε αυτό, μια από τις περιπτώσεις που ο Dickinson τα καταφέρνει περίφημα είναι το αξιόλογο "The Time Machine", που κλείνει το πρώτο μέρος. Έξυπνες μελωδικές γραμμές, ελεγχόμενα ανοίγματα στα ρεφραίν και καλογραμμένες κιθάρες (ακουστικές και ηλεκτρικές), που ανήκουν στον Janick Gers, ο οποίος για μια ακόμα φορά λάμπει συνθετικά, παρά την μικρή του συνεισφορά.

Το δεύτερο μέρος του Senjutsu ανοίγει υποδειγματικά με μια από τις καλύτερες συνθέσεις που έχουν γράψει τα τελευταία χρόνια. Το "Darkest Hour" με τη ζεστή μελωδία του, θυμίζει τις μπαλάντες των προσωπικών δίσκων του Dickinson, κάτι  που δεν είναι καθόλου τυχαίο αφού τα συνθετικά credits έχει ο ίδιος μαζί με τον Adrian Smith. Και κάπου εδώ το δέκατο έβδομο αυτό album των Maiden μπαίνει στα βαθιά νερά της συνθετικής ικανότητας του Steve Harris, γεγονός που σημαίνει μεγάλες διάρκειες, ακουστικές εισαγωγές, επικούς ρυθμούς, εναλλαγές και επαναλήψεις θεμάτων, ιστορική θεματολογία κλ.π. To "Death of the Celts" ανοίγει την τριλογία που κλείνει τον δίσκο και αρχικά συναρπάζει με τον ρυθμό του, όμως τελικά δεν επιτυγχάνει να διατηρήσει ακμαίο το ενδιαφέρον καθόλη την διάρκεια του, είτε γιατί οι ιδέες στα riff και τις μελωδίες του δεν είναι αξιόλογες είτε διότι εναλλάσσονται τόσο άτσαλα, που δεν ενσωματώνουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα τους στην σύνθεση.

Το καλύτερο μέρος του δίσκου μένει για το κλείσιμο, αφήνοντας μια καλή, τελευταία γεύση από το Senjutsu. Το "The Parchment" με τις ανατολίτικες μελωδίες και τις δυναμικές κιθάρες του, προσφέρει αρκετή από την χαμένη ένταση που αναζητούμε πλέον στα ύστερα albums των Iron Maiden. Αν και σίγουρα τα σχεδόν 13 λεπτά της διάρκειας είναι υπερβολή, ο πλούτος των θεμάτων που περιλαμβάνει και κυρίως η ομαλότητα της διαδοχής αυτών, είναι αρκετός για να συναρπάσουν. Εκεί που φαντάζουν τα πάντα τέλεια -όπως παλιότερα- χωρίς να ενδιαφέρουν οι μικρές λεπτομέρειες, είναι το τελευταίο τραγούδι του δίσκου. Το "Hell on Earth" καταφέρνει να ξυπνήσει αναμνήσεις σε όλους τους παλιούς ακροατές και κυρίως να δημιουργήσει νέες μνήμες σε όλους όσοι ακούσουν με προσοχή τον δίσκο. Όσοι λάτρεψαν το βρετανικό group για τις υπέροχες μελωδικές κιθάρες του, που σε υποχρεώνουν σε sing along, εδώ θα βρουν το τραγούδι της χρονιάς.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured