Ανοίγοντας τη CD έκδοση του Speaking Sound και βλέποντας τη φωτογραφία των δύο συντελεστών του, δεν μπορείς να αποφύγεις τον συνειρμό «ο δάσκαλος και ο μαθητής». Δεν είναι μόνο οι 4 δεκαετίες που τους χωρίζουν ηλικιακά, αλλά και ο τρόπος με τον οποίον ποζάρουν: ο Joachim Kühn αντικρίζει με αυτοπεποίθηση τον φακό, ο Mateusz Smoczyński κοιτάζει (περιχαρής) εκείνον.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Smoczyński ποτέ δεν διατέλεσε μαθητής του Kühn –άλλωστε ο πρώτος είναι βιολιστής, ενώ ο δεύτερος πιανίστας. Όμως η μουσική που εμπεριέχεται στο Speaking Sound σφυρηλατείται πράγματι σε αυτήν την πολύ αρχαία σχέση, η οποία ανοίγει διαύλους επικοινωνίας μεταξύ του παλαιότερου και του νεότερου, αποκαλύπτοντας όμως και ένα γενικότερο αλισβερίσι παρελθόντος και παρόντος, μέσω των αναφορών που κουβαλούν οι δύο συνεργάτες.

Ο δίσκος παρουσιάζει ωστόσο ένα ζήτημα υφολογικής κατάταξης, καθώς βγαίνει μεν από τη διαπρεπή στο σύγχρονο τζαζ τεραίν ACT, αλλά ίσως να ανήκει τελικά στη σύγχρονη κλασική μουσική. Ο Kühn κρατάει συνήθως τα τζαζ μπόσικα, ο Smoczyński παρεκκλίνει προς τα κλασικά, το ένα μπλέκεται στο άλλο· όμως οι χώροι που αφήνει ο διακεκριμένος Γερμανός στον ανερχόμενο Πολωνό δίνουν στο έργο ένα συγκεκριμένο πρόσημο. Η μουσική βέβαια που ακούμε είναι θαυμάσια όπως και αν την περιγράψεις, οπότε όσοι επιμένουν σε τέτοια ζητήματα ίσως να καλυφθούν εν τέλει με έναν χαρακτηρισμό τύπου «τζαζ δωματίου».

Άλλωστε η συνύπαρξη Kühn και Smoczyński άπτεται μιας βαθιάς τζαζ παράδοσης, η οποία θέλει δύο μουσικούς να επικοινωνούν μη λεκτικά αποκλειστικά μέσω των οργάνων τους και των δυνατοτήτων τους σε αυτά. Σε σημεία μάλιστα έχουμε εμφανείς αυτοσχεδιασμούς, στοιχείο που τονίζει την τζαζ υφή του Speaking Sound, παρότι κατά τα λοιπά εδράζεται σε πλαισιωμένες συνθέσεις –κυρίως του Kühn, συν κάποιες επιλεγμένες διασκευές. Ως αόρατος καταλύτης, εντούτοις, αποτυπώνεται εδώ ο Zbigniew Seifert. Ο οποίος μπορεί να έφυγε νωρίς (1979, μόλις στα 32 του), μα άφησε πίσω του μια επιδραστική παρακαταθήκη στο βιολί, παντρεύοντας αναπόφευκτες κλασικές καταβολές με την αγάπη του προς τον John Coltrane.

Ο Seifert είναι δηλαδή το σημείο επαφής μεταξύ των πρωταγωνιστών μας: με τον Kühn υπήρξαν φίλοι, πρόλαβαν μάλιστα να βγάλουν μαζί και 2 άλμπουμ (το Cinemascope του 1974 και κυρίως το Springfever του 1976). Για τον Smoczyński, πάλι, στέκει ως αναπόφευκτο ίνδαλμα, με άμεση επιρροή στην άνδρωσή του σε πρώτο βιολί των Turtle Island String Quartet (2012-2015), με τους οποίους και εξερεύνησε ενδελεχώς το μεσοδιάστημα μεταξύ τζαζ και κλασικής, όπου επανέρχεται τώρα. Παράλληλα, ο Kühn φέρνει στο τραπέζι τη δική του, τεράστια αγάπη για τον Ornette Coleman, με αποτέλεσμα να παρεισφρέει λίγη ακόμα Αμερική στη φαινομενικά βαθιά ευρωπαϊκή στόφα του Speaking Sound. Από εκεί και πέρα, είναι απλά θέμα ένωσης όλων τούτων των τελειών, πράγμα που οι δύο συνεργάτες πετυχαίνουν αβίαστα.

O Kühn δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει στη διάρκεια του δίσκου, όμως δεν είναι λιγότερο πολυσχιδής απ' όσο έχει καταγραφεί σε μια εξαιρετική μέχρι στιγμής δισκογραφία. Ήδη από το εναρκτήριο "Epilog Der Hoffnung" δείχνει ότι πρόθεσή του εδώ είναι να αποτελέσει μια ήρεμη δύναμη, κάτι βέβαια που δεν είναι άσχετο με την προαναφερόμενη αναφορά στον Coleman: είναι τη δική του «ζεστασιά» που θέλει βασικά να ζωντανέψει. Η επιλογή αυτή, πάντως, δεν κρίνεται πάντοτε επιτυχημένη. Μπορεί να του προσφέρει την απαραίτητη μελαγχολική πνευματικότητα με την οποία διεισδύει στο "No. 40" του Georges Gurdjieff ή μια ανοιχτωσιά στην προσέγγιση στο "I'm Better Off Without You" του Rabih Abou-Khalil, αλλά σε δικές του συνθέσεις σαν το "Love And Peace" και "After The Morning" τα πράγματα χαλαρώνουν υπερβολικά και μάλλον θαμπώνουν.

Ο Smoczyński, αντιθέτως, θέλει να εντυπωσιάσει –και το κάνει. Είναι το νέο ταλέντο στην εξίσωση και επιθυμεί να αδράξει δυνατά την αίσθηση ότι το μέλλον του ανήκει, με αποτέλεσμα να ξετυλίγει όλες του τις δυνάμεις, π.χ. στις αντιστίξεις που προσφέρει με το βιολί του στο "Maria", στη θαυμάσια του ένταξη στο κλίμα των προαναφερόμενων διασκευών και βέβαια στο πανηγυρικό φινάλε "Paganini", όπου πραγματικά του βγάζεις το καπέλο. Το δικό του πλην, είναι ότι σε περιπτώσεις τείνει να ακολουθεί πολύ κατά πόδας το γαλήνιο στυλ που επιδιώκει ο Kühn, ενώ θα μπορούσε να το εμπλουτίσει, να το ανατρέψει ή έστω να το «υπονομεύσει», πάντα δημιουργικά μιλώντας.

Έτσι, με τα πολλά συν του και τα κάποια πλην του, το Speaking Sound καταγράφεται ως μία στέρεη κυκλοφορία, με πολλές «γωνίες» ενδιαφέροντος, αντανακλώντας ωραία τα όσα ανθούν στην τέχνη των μουσικών διδύμων.

{youtube}-ffX8WUX9ec{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured