15 ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από το A Valid Path, την electronica απόπειρα που άφησε απογοητευμένο ακόμα και τον ίδιο τον εμπνευστή και εκτελεστή της. Έκτοτε, ο Alan Parsons περιορίστηκε στο live κομμάτι της δουλειάς του. Και, απ’ όσα μαθαίνω, εξακολουθεί να αλωνίζει την υφήλιο, δίνοντας αξιόλογες παραστάσεις.
Η μακρόχρονη αποχή του από τη δισκογραφία μπορεί εύκολα να εξηγηθεί. Κάποιος με τα επιτεύγματά του (μηχανικός ήχου στο Abbey Road των Beatles και στο The Dark Side Of The Moon των Pink Floyd, συνδημιουργός μεγάλων επιτυχιών όπως το "Eye In The Sky" με τους Alan Parsons Project κλπ.) επόμενο είναι να νιώθει –ειδικά στην εποχή της απαξίωσης της δισκογραφίας– ότι δεν έχει τίποτα να αποδείξει· κι ενδεχομένως ότι ο χρόνος δεν είναι πια σύμμαχός του. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι, από οικονομικής και επικοινωνιακής άποψης, δεν είχε ανάγκη ένα ακόμα άλμπουμ. Να όμως που υπέκυψε στις «πιέσεις» ενός παράγοντα (Serafino Perugino το όνομά του, ιδρυτής της Frontiers Records) και επιστρέφει τώρα με μια δουλειά για την οποία ελάχιστοι θα στοιχημάτιζαν ότι θα προέκυπτε.
Θα ήταν ίσως σοφό να αποφύγει κανείς σε μια κριτική τον κλισέ όρο «μάγος της κονσόλας», όμως το The Secret μοιάζει να τον αποζητάει, καθότι έχει ως κεντρικό θέμα του τη μαγεία –μια παιδιόθεν εμμονή του Parsons. Κι αν ο σχεδιασμός του εξωφύλλου παίζει με την ταχυδακτυλουργική πλευρά του εν λόγω πεδίου, το περιεχόμενο έχει μια μάλλον χαλαρή σχέση με το θέμα: μακράν από το να διατρέχεται από κάποιου είδους σφιχτοδεμένο concept, το άλμπουμ είναι ουσιαστικά μια συλλογή τραγουδιών στα οποία ο όρος αναφέρεται συνήθως μεταφορικά, για να περιγράψει διάφορες καταστάσεις και διαθέσεις.
Ως ακρόαμα, το The Secret ρέει σαν να μη συνέβη ποτέ το A Valid Path –αλλά και οτιδήποτε έπαιξε στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών. Είναι δηλαδή ένα άλμπουμ χτισμένο πάνω στα ακλόνητα θεμέλια του ήχου των Alan Parsons Project, αλλά και στη γενικότερη λογική της δισκογραφίας του Parsons: με μπόλικους guest μουσικούς και ερμηνευτές να προσέρχονται να δώσουν ο καθένας το κατιτίς του. Έτσι, εκκινεί με μια διασκευή του συμφωνικού ποιήματος “The Sorcerer’s Apprentice” του Paul Dukas (ξέρετε, τον ήχο υπό τον οποίον ο Μίκυ Μάους προσπάθησε κάποτε να εξασκήσει τα ξόρκια του κι έκανε τον κόσμο λούτσα), με τις σήμα κατατεθέν κιθάρες του Steve Hackett να δίνουν τον (απειλητικό) τόνο. Συνεχίζει με τον ποπ αστέρα Jason Mraz να ερμηνεύει το “The Miracle” –ένα τραγούδι στο κλίμα του “Eye In The Sky”– και ξεδιπλώνει έπειτα μεθοδικά το περιεχόμενό του, με παρουσίες από τον Lou Gramm (των Foreigner), τον Todd Cooper (μέλος των Alan Parsons Live Project) και άλλων.
Είναι ένα ιδιαιτέρως συνεπές πόνημα το The Secret: οι μελωδίες έχουν περιεχόμενο, ο ήχος του είναι δουλεμένος στην εντέλεια, οι στίχοι δεν προσβάλουν τη νοημοσύνη. Υπάρχει όμως παράλληλα και μια αίσθηση ότι είναι ένα πόνημα που «σκηνοθετήθηκε» έχοντας στον νου τον fan των επιτευγμάτων του Alan Parsons –και όχι με κάποια ισχυρή σπίθα έμπνευσης. Σίγουρα ένα τραγούδι όπως το “As Lights Fall” σε κάνει να θες να το σιγομουρμουρίσεις, σίγουρα οι «λεννονικοί» απόηχοι στο “Fly To Me” θα χαϊδέψουν τα αφτιά των Μπητλομανών, οπωσδήποτε κάθε φίλος των Pink Floyd θα βρει ενδιαφέρον στο να ξετρυπώσει κάθε μικρή ενορχηστρωτική κλίση της κεφαλής προς το μέρος τους. Αλλά τελικά τα τραγούδια πνίγονται σε μια νοσταλγία, καθώς και στην περίεργη εντύπωση ότι επικρατεί μια λογική Andrew Lloyd Webber. Για του λόγου το αληθές, τσεκάρετε το “Sometimes”, το “Years Of Glory” και τις υπόλοιπες μπαλάντες· και πείτε μου αν νιώσατε κι εσείς ότι ακούτε outtakes από την Evita.
Περνάς καλά ακούγοντας τα νέα αυτά τραγούδια που έχει να προτείνει ο Alan Parsons: η επιστροφή του, δεν αφαιρεί από τον μύθο του. Από την άλλη, θες τους καλλιτέχνες και λίγο ανήσυχους, ασχέτως αν τους έχουν πάρει τα χρόνια. Δηλαδή, εκείνο το προηγούμενο άλμπουμ, μπορεί να απέτυχε κατά γενική ομολογία, όμως μαρτυρούσε μια διάθεση για ρίσκο και για αναζήτηση. Εδώ, τώρα, ο σεβάσμιος καλλιτέχνης επέλεξε αποκλειστικά την ασφάλεια, τα γνωστά και σίγουρα κόλπα του. Ασφαλώς οι fans το χαίρονται ήδη. Εμείς, πάλι, κάπως μελαγχολούμε.
{youtube}c7EwB_1s-qY{/youtube}