Ακούγοντας το Slow Air, ξεχνάς προς στιγμήν ότι οι Still Corners είναι Λονδρέζοι και όχι Αμερικάνοι. Όπως ξεχνάς και ότι το μομέντουμ τους θεωρείται περασμένο, αφού οι καιροί που ο indie Τύπος τους αγαπούσε, αλλά και οι μέρες που βρίσκονταν στο ενεργητικό της Sub Pop ως ανερχόμενοι εναλλακτικοί αστέρες, ανήκουν στο παρελθόν. Για κάποιον λόγο, ο νέος τους δίσκος επιδρά πάνω σου σαν τη Χώρα των Λωτοφάγων· όσα νόμιζες πως θυμόσουν, χάνονται μέσα σε μια αχλή παράξενου ονείρου.
Υπάρχουν καλοί λόγοι γι' αυτήν την αίσθηση, αν και δεν είναι όλοι με το μέρος των Still Corners. Η Tessa Murray και ο Greg Hughes έχουν αποδείξει δηλαδή και στο παρελθόν πόσο άνετα μπορούν να κινηθούν στο μεσοδιάστημα των indie κιθάρων και μιας pop χτισμένης με synths, που απηχεί τη δεκαετία του 1980. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσο ένα μπορούν να γίνουν με το τοπίο όπου ηχογραφούν κάθε φορά: για το Slow Air, ας πούμε, πήγαν όντως στην Αμερική· και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει τόσο πολύ από την άποψη του ήχου, ώστε άνετα τους φαντάζεσαι να κοινωνούν τη μελαγχολία του "In The Middle Of The Night" live στο Roundhouse του Twin Peaks, λες κι έχουν μεγαλώσει εκεί, ανάμεσα στις ψευδοτσούγκες του.
Επίσης, είναι μια έξυπνη μπάντα. Εκεί που το 'χεις σίγουρο ότι χαρτογράφησες πόσα χρωστούν στους Cocteau Twins, στους Broadcast, στους Yo La Tengo ή στους Mazzy Starr, τσουπ, κάνουν μια πιρουέτα και σε μπερδεύουν. Στο Slow Air την πιρουέτα αυτή εκτελεί το "The Message", που καταφανώς παραπέμπει στο ρεπερτόριο του Chris Isaac. Αλλά ακριβώς εδώ, βρίσκεται και το πρόβλημα. Η dream pop σαγήνη των Still Corners βασίζεται σε μια ισχυρή δόση déjà vu. Και, όπως συμβαίνει με κάθε déjà vu, η αίσθηση της οικειότητας που εκπέμπεται, είναι εσφαλμένη: το "The Message" είναι Chris Isaac, το "Sad Movies" είναι Lana Del Rey κ.ο.κ. Πού είναι οι Still Corners;
Οι Still Corners, λοιπόν, επιβιώνουν παίζοντας ένα παιχνίδι που αρέσει στους κριτικούς του indie Τύπου: καμώνονται (κι αυτοί) τους υπηρέτες ενός «άχρονου» ήχου, για να κρύψουν το γεγονός ότι αδυνατούν να κινηθούν εκτός της dream pop φόρμας ή να ανακατέψουν την τράπουλα των δεδομένων της. Μόνο που ο εν λόγω ήχος κάθε άλλο παρά άχρονος είναι, αφού έχει φιλοτεχνηθεί επιμελώς με ψηφίδες από το έργο σπουδαιότερων καλλιτεχνών του παρελθόντος, τους οποίους είναι λιγάκι σχετικό να κρίνουμε ως «παλιούς» σε μια εποχή που, πατώντας ένα κουμπί, μπορούμε να ακούσουμε ακόμα και τα σπάνια της εργογραφίας τους.
Αυτό που τους βοηθά να παραμένουν συμπαθείς, είναι ότι μέσα στην όλη σύμβαση επιβιώνει κι ένα χάρισμα· ένα μικρό ίσως, μα σημαντικό χάρισμα να σκαρώνουν όμορφα κομμάτια. Κάτι βρίσκεις δηλαδή πάντα σε κάθε τους δουλειά, και το ίδιο συμβαίνει και στο Slow Air: στο "Black Lagoon", τα synths του συγκροτήματος έχουν υποχωρήσει ενορχηστρωτικά λίγο πιο πίσω από όσο έχουμε συνηθίσει, προσφέροντας έτσι ιδανικό φόντο σε μια ας την πούμε «summertime sadness μελωδία», αφήνοντας κατόπιν τη Murray να την εκφράσει ιδανικά, καθώς τραγουδά τα όσα έλαβαν χώρα στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα. Είναι ένα στιγμιότυπο που αφήνει έντονο το αποτύπωμά του στο καλοκαίρι του 2018, και στοιχηματίζω ότι θα επιβιώσει σε όσες ραδιοφωνικές εκπομπές και DJ sets δεν αδιαφορούν για τη μουσική παραγωγή των ημερών μας.
{youtube}LpbrvJzHITU{/youtube}