Η ιστορία της δημιουργίας του 2ου άλμπουμ της Melody Prochet είναι από εκείνες που αξίζει να καταγραφούν, ώστε να μπει στο σωστό πλαίσιο η ακρόασή του.
Ξεκινάμε λοιπόν από το 2012, όταν η νεαρή μουσικός κυκλοφόρησε το ψυχεδελικό/synth pop ντεμπούτο της ως Melody’s Echo Chamber, με γαλλική φινέτσα και σε παραγωγή του τότε φίλου της Kevin Parker των Tame Impala· ένα άλμπουμ που, μέσα στα επόμενα χρόνια, απέκτησε κάτι σαν cult στάτους. Την επόμενή της δουλειά την είχε ήδη ολοκληρωμένη το 2014, αλλά ο χωρισμός με τον Parker και η αδυναμία της να μετουσιώσει τις ιδέες της σε έναν δίσκο της προκοπής, την οδήγησαν σε επανασχεδιασμό πλάνων. Ωστόσο πέρυσι, λίγες μέρες αφότου ανακοίνωσε πως επιτέλους το άλμπουμ πλησιάζει στο τέλος του, είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα, το οποίο της προκάλεσε εγκεφαλικό ανεύρυσμα και πήγε βέβαια ακόμη πιο πίσω την ημερομηνία κυκλοφορίας.
Όλη αυτή η δικαιολογημένη αναβλητικότητα προδίδει στην εμπειρία ακρόασης του Bon Voyage μία αίσθηση μυστηρίου και προσμονής, η οποία δεν φτάνει όμως για να υπερκεράσει τον σχετικά αδύναμο κορμό τραγουδιών. Είναι ένα άλμπουμ γεμάτο από ετερόκλητες ιδέες, αρκετές για να αποφέρουν άλλους 2 δίσκους, οι οποίες όμως πιέζονται ασφυκτικά για να χωρέσουν μέσα σε 7 τραγούδια και στα 35 λεπτά διάρκειας του άλμπουμ.
Για τον 2ο της δίσκο η Γαλλίδα μουσικός υιοθέτησε μία σουρεαλιστική και παραστατική γραφή, ώστε να καταγράψει τις περιπέτειες, τις δυσκολίες και τα πάθη όλων αυτών των χρόνων. Τραγουδάει τους στίχους της στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα σουηδικά, σε κάποια σημεία ουρλιάζει, αλλού χρησιμοποιεί auto-tune, ραπάρει παιδιάστικα και γενικότερα πειράζει την παραδοσιακή εκφραστική φόρμουλα, ώστε να αποδώσει με ακρίβεια και ζωηράδα την προσωπική της οδύσσεια.
Το ηχητικό σκέλος ακολουθεί την ίδια ανορθόδοξη λογική: σόλο από φλάουτο, βαριές ανατολίτικες κιθάρες, ψυχεδελική folk, διαστημικό funk και πολλά ακόμα μπερδεύονται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια ενός και μόνου τραγουδιού, με μάλλον άτσαλο και χαλαρό τρόπο. Ωστόσο τα pop ένστικτα της Prochet, σε συνδυασμό με την prog κοσμοθεωρία στην παραγωγή (πίσω από αυτήν βρίσκονται οι Σουηδοί Fredrik Swahn, Reine Fiske The Amazing & Dungen), καταφέρνουν να κρατήσουν γερές τις γέφυρες ανάμεσα στα διάφορα εξελικτικά στάδια των τραγουδιών. Ίσως μόνο στο “Desert Horse” –μια συνεργασία με τον Nicholas Allbrook των Pond– καταφέρνει να συγχωνεύσει με πραγματικά απολαυστικά αποτελέσματα τις χαοτικές, αντιφατικές της ιδέες.
Για να μην παρεξηγηθούμε: η αστοχία της Prochet δεν έγκειται στο γεγονός πως ρισκάρει και επιχειρεί μία καθόλα σεβαστή και επιθυμητή λοξοδρόμηση από τον συμβατικό ήχο με τον οποίον την πρωτογνωρίσαμε. Αντίθετα, είναι μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη, που ανταμείβει τους απαιτητικούς και επίμονους ακροατές. Ωστόσο δεν αρκεί η καλή πρόθεση για να φέρει κανείς εις πέρας μία τέτοια πειραματική στροφή· απαιτείται και ο δυνατός χαρακτήρας για να την υποστηρίξει. Αυτός λείπει εμφανώς από την Prochet, αλλά κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως το Bon Voyage της δεν θα είναι ένα όντως καλοτάξιδο άλμπουμ στο εναλλακτικό μουσικό πέλαγος.
{youtube}Uh1fJvNa-o4{/youtube}