Δίπλα στο Skeleton Tree των Nick Cave & The Bad Seeds (2016), στο Carrie & Lowell του Sufjan Stevens (2015), στο No Song No Spell No Madrigal των Apartments (2015), στο Benji των Sun Kil Moon (2014) και στο A Church That Fits Our Needs των Lost In The Trees (2012), το νέο άλμπουμ των Mount Eerie έρχεται να συμπληρώσει μια Εξαλογία στιγματισμένη από τον Θάνατο, προερχόμενη από την κιθαριστική alternative κουλτούρα των ημερών μας.
Όπως και οι προαναφερθέντες δίσκοι, ωστόσο, έτσι και το A Crow Looked At Me καταδικάζεται εξαρχής από το concept του, να αποτελέσει ένα άκουσμα «ειδικό» –μια φριχτή λέξη, όσον αφορά τη μουσική, η οποία πάντα κρύβει κάτω από την πολιτική της ορθότητα κάτι πιο δυσάρεστο από όσο αφήνει να εντυπωθεί σε πρώτο πλάνο η σιχαμένη της ουδετερότητα.
Η νέα δουλειά των Mount Eerie, για να μην τα πολυλογούμε, είναι του είδους που θα τιμηθεί εκτενώς με κείμενα και βαθμούς, μα θα στο κάνει πολύ δύσκολο να ξαναγυρίσεις για νέες ακροάσεις. Ακριβώς γιατί η τέχνη της αφορά στις πιο μαύρες σελίδες της ζωής: σε εκείνες που όλοι ξέρουμε ότι «είναι στο πρόγραμμα» (το οποίο συμπεριλαμβάνει φυσικά κι εμάς τους ίδιους), μα προτιμούμε να τις σκουπίζουμε κάτω από το συναισθηματικό μας χαλί, έως ότου τέλος πάντων μας λάχουν.
Φιλοτεχνημένο στη συντριβή και στην ερημιά που σκορπά στους θνητούς η έλευση του Ψυχοκαταλύτη, το A Crow Looked At Me ρίχνει την άγκυρά του στον όλεθρο της πλήρους εξαφάνισης ενός συνανθρώπου, καταγράφοντας με ημερολογιακή θαρρείς ακρίβεια την κατάρρευση μιας γνώριμης καθημερινότητας. Πολύ εύστοχα έγραψε λοιπόν ο Άρης Καζακόπουλος (εδώ) για το «ψυχικό σάστισμα» και το «πρωτοφανές μούδιασμα» που σου αφήνει η ακρόαση. Το βένθος μάλιστα της λύπης αποκτά γλαφυρότητα ακριβώς γιατί την ίδια στιγμή οι στίχοι αφήνουν τον υπόλοιπο κόσμο να παρεισφρήσει (με αργό βηματισμό) στο σύμπαν του πένθους: στο “Seaweed” για παράδειγμα, ο Phil Elverum απεικονίζεται ξανά σε κίνηση παρέα με την κόρη του και τις στάχτες της αγαπημένης του Geneviève Castrée, έστω κι αν ξεκινά μετρώντας: «Our daughter is 1 and a half, you have been dead for 11 days». Αυτή η διαπίστωση ότι η ζωή, με κάποιον τρόπο, συνεχίζεται, χρησιμεύει για να δώσει μία εξτρά διάσταση τραγικότητας.
Υπάρχει ωστόσο κι ένα μεγάλο «αλλά». Όσους θαυμάσιους δηλαδή στίχους κι αν καταγράψουμε –στο “Ravens”, στο “When I Take Out The Garbage At Night”, στο “Forest Fire”– μένει μια συγκεκριμένη προσέγγιση πάνω στην οποία έχει δομηθεί ο δίσκος, η οποία για να λειτουργήσει προϋποθέτει μια προτίμηση για ενορχηστρωτικώς λιτά περιβάλλοντα indie αισθητικής με (συζητήσιμες) folk πινελιές και μια αγάπη για μικρές φωνές, που προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις αβαρίες των τεχνικών τους δυνατοτήτων με την (όποια) εκφραστικότητα μπορούν να επιστρατεύσουν.
Τέτοια προτίμηση, λοιπόν, δεν έχουμε όλοι. Εδώ, μάλιστα, όχι μόνο λείπει εκείνη η ας την πούμε «μαγική» χημεία που κάνει μερικά από τα συγγενή άλμπουμ που καταγράψαμε στην αρχή του κειμένου να ακούγονται όντως συναρπαστικά, μα έχουμε επιπλέον να αντιμετωπίσουμε και έναν Phil Elverum που (κατά τη γνώμη μου, πάντα) παραμένει βαρετός και ιδιαίτερα περιορισμένος ως ερμηνευτής: παρά το πλάκωμα της προσωπικής απώλειας, δηλαδή, δεν τον άκουσα να τραγουδάει με κάποια διαφορετική «ποιότητα», με ένα άλλο βάθος, σε σύγκριση με το παρελθόν.
Ως γνωστόν, σε έναν δίσκο οι στίχοι δεν βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Καλώς ή κακώς, επίσης, δεν έχουμε όλοι την ίδια υπομονή απέναντι στις συμβάσεις ενός αρκετά φτωχού indie folk στυλ, που φαίνεται να φοριέται πολύ εσχάτως ως «δείκτης» σπέσιαλ ευαισθησίας. Η αλήθεια λοιπόν του A Crow Looked At Me διαθέτει και μία αντίθετη όψη από εκείνη που φιλοτεχνούν οι στίχοι του: μια όψη μονότονη, η οποία το κάνει να ακούγεται σαν να περιέχει ένα μεγάλο τραγούδι σε 11 παραλλαγές. Αν εν τέλει νικάει τις αδυναμίες του, αυτό συμβαίνει επειδή στον πυρήνα του λάμπει η φλόγα μιας γνήσια συναισθηματικά κατάθεσης, η οποία δύσκολα θα αφήσει πιστεύω ασυγκίνητο όποιον έχει βιώσει από πρώτο χέρι την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Από εκεί, όμως, ως τη σπουδαιότητα, απέχουμε νομίζω αισθητά.
{youtube}H2R2Ck8qKWM{/youtube}