Οι τρεις ερμηνείες της λέξης Dysnomia μας βοηθούν για μια αρχική προσέγγιση. Η πρώτη φέρνει στην ελληνική μυθολογία, όπου Δυσνομία ονομάζεται ένα από τα τέκνα της Έριδος, κόρης της Νυκτός και θεότητας της φιλονικίας. Η δεύτερη παραπέμπει στην αστρονομία και στον μικροσκοπικό δορυφόρο του ομώνυμου πλανήτη-νάνου (της Έριδος δηλαδή), ο οποίος χαρτογραφήθηκε πρώτη φορά το 2005 και έκτοτε αναγνωρίζεται ως το πιο απόμακρο ουράνιο σώμα του ηλιακού μας συστήματος. Ετυμολογικά βεβαίως, βρισκόμαστε στον αντίποδα της ευνομίας –της ύπαρξης δηλαδή ορθών και δίκαιων νόμων.
Οι δύο πρώτες ερμηνείες βρίσκουν εφαρμογή και στην ονοματολογία των συνθέσεων, οι οποίες δανείζονται κι αυτές ονόματα δορυφόρων διαφόρων πλανητών –λ.χ. “Sinope”, “Ymir”, “Atlas”, “Moon” ή “Algol”· ταυτόχρονα, επιτρέπουν και μια αφηρημένη σύνδεση της μουσικής με την απέραντη ερημιά του διαστήματος ή με τις ελλειπτικές τροχιές των δορυφόρων. Η τρίτη, μπορεί να μας οδηγήσει και σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα.
Αρνούμενοι λοιπόν οι Dawn Of Midi το μουσικολογικό αντίστοιχο της ευ-νομίας, δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουν την α-νομία· δεν παίζουν δηλαδή απελευθερωμένοι από δεσμευτικούς κανόνες, πηγαίνοντας λ.χ. προς την ελεύθερη, αυτοσχεδιαστική τζαζ. Αν και ομολογουμένως, ο οργανικός σχηματισμός τους (πιάνο, κοντραμπάσο, ντραμς), όσο και το ίδιο τους το παρελθόν (ο δίσκος First του 2010), θα μπορούσαν εύκολα να τους στείλουν προς τα εκεί. Αντιθέτως, το Dysnomia είναι μελετημένο σε κάθε του βήμα –σημειωτέον πως η όλη διαδικασία σύνθεσης/ηχογράφησης κράτησε δύο χρόνια– και πειθαρχεί σχεδόν απόλυτα σε αυστηρούς και πολλές φορές δύστροπους κανόνες. Κανόνες οι οποίοι υπαγορεύονται αφενός από την εμμονή του γκρουπ στην επανάληψη και αφετέρου από την επιλογή του να παίξει μινιμαλιστική techno με τρία ακουστικά όργανα.
Όσον αφορά στην εμμονική επανάληψη, εν έτει 2013 δεν δηλώνει από μόνη της κάτι, πόσο μάλλον κάτι πρωτότυπο. Άλλωστε πόσοι και πόσοι δεν έχουν επενδύσει σ’ εκείνη; Από τους Γερμανούς του kraut των 1970s, από ορισμένες σύγχρονες ενσαρκώσεις τους (π.χ. οι ημίτρελοι Circle) ή από σχήματα όπως οι Αυστραλοί Necks –για να μείνουμε πιο κοντά στο προκείμενο– έχουν λεχθεί πολλά, με γνώμονα αυτήν ακριβώς την κυκλωτική συμπεριφορά των μουσικών φράσεων. Χώρια οι αμέτρητες άλλες περιπτώσεις που υποτίμησαν τη δύναμη της δίνης, έπαιξαν με τους στροβιλισμούς της και εγκλωβίστηκαν μέσα της.
Χρειάζεται λοιπόν να είσαι κύριος μιας τέτοιας δίνης, αν θες να παραμείνεις ουσιώδης. Και για να το πετύχεις απαιτείται πειθαρχία: να γνωρίζεις καταρχάς μέχρι πού μπορεί να σε φθάσει αυτό το παιχνίδι με τους στροβιλισμούς, αν αφεθεί μονάχα στην εσωτερική λογική του. Κι έπειτα να διαπιστώσεις πως δεν χωράνε υπερβολές· πως και η παραμικρή διαφοροποίηση της επαναλαμβανόμενης (φυσικής) λούπας αρκεί για να διοχετεύσει τη συσσωρευμένη ένταση. Χρειάζεται επομένως να φροντίσεις για την κατάλληλη διευθέτηση του ηχητικού πεδίου, ώστε να τονιστεί εκείνο το παραμικρό, το ανεπαίσθητο. Και η ενδεικτικότερη μέθοδος για κάτι τέτοιο είναι η αφαίρεση, ακόμα κι αν έτσι θυσιάζονται έννοιες όπως η λεπτομερής μελωδική ή ρυθμική ανάπτυξη, η βαθμιαία κλιμάκωση των δυναμικών κ.ά. Οι προτεραιότητες όμως είναι προτεραιότητες και η αφοσίωση σε αυτές χρειάζεται κανόνες. Ή τους ακολουθείς μέχρι τέλους ή βαλτώνεις κάπου στα μισά.
Έπειτα φθάνουμε στην επιλογή του τρίο να φτιάξει ηλεκτρονική μουσική με ακουστικά μέσα. Δείχνει οξύμωρο, αλλά το καταφέρνει. Αν ακούσετε φευγαλέα μεγάλο μέρος του δίσκου, δίχως να ξέρετε περί τίνος πρόκειται, στοιχηματίζω πως θα πειστείτε ότι έχει φτιαχτεί με κατά βάση ηλεκτρονικά όργανα. Ακόμα και μια πιο προσεκτική ακρόαση ορισμένων σημείων –λ.χ. της δυάδας “Atlas” και “Nix”– ίσως σας αφήσει με αρκετές αμφιβολίες. Κι όμως! Ο δίσκος το πολύ-πολύ να περιέχει κανά εφέ για το κοντραμπάσο. Τα υπόλοιπα δεν χρειάζονται καν ηλεκτρικό ρεύμα.
Εκτός λοιπόν από τον μπάσο του Aakaash Israni, υπάρχει το ανοικτό πιάνο του Amino Belyamani και το ειδικά τροποποιημένο σετ του Qasim Naqvi. Και μια ιδέα για τη συντονισμένη δράση τους, η οποία εστιάζει στην ασυνήθιστη υφή του παραγόμενου ήχου και στις χρονικές/χωρικές σχέσεις (αντί των τονικών ή αρμονικών) που αναπτύσσονται και φροντίζονται μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Εν τέλει μια ιδέα που σχηματοποιεί εύθραυστες ισορροπίες, με τις οποίες οι Dawn Of Midi ξεφεύγουν από το βασίλειο της κοινοτοπίας, διατρέχουν εκείνο των ψευδαισθήσεων –όπου βασιλεύουν όσοι ανήκουν μεν στο πρώτο, αλλά κομπάζουν ότι βρίσκονται εκτός του– και τελικά φθάνουν στη χώρα της προσωπικής ιδιαιτερότητας.
Εδώ βάλτε και την καταγωγή των τριών (από Ινδία, Μαρόκο και Πακιστάν αντιστοίχως), η οποία κάπως θα πρέπει να έχει επιδράσει στη βιωματική αντιμετώπιση της έννοιας του ρυθμού· όπως βεβαίως και το γεγονός ότι πλέον δρουν από το πολύβουο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Και μιλούμε για μια ιδιαιτερότητα η οποία δεν αποκλείει τις συγγένειες –λ.χ. η ολιστική προσέγγιση επί του ρυθμού, τους φέρνει κοντά πότε στο κουαρτέτο του Nik Bärtsch (τους Ronin) και πότε στους «μυστικούς ρυθμούς» του Burnt Friedman και του μεγάλου Jaki Liebezeit· αποκλείει όμως την ταύτιση.
Για να καταλήξουμε, το Dysnomia συνιστά μια ξεκάθαρη ηχητική πρόταση· η οποία μπορεί να είναι δύστροπη αν εξεταστεί βάσει προθέσεων και υλικών, δεν γίνεται όμως αισθητικό εξάμβλωμα (ένα πρωτοποριακό –το δίχως άλλο– αισθητικό εξάμβλωμα). Αντιθέτως, τολμώ να πω ότι πρόκειται για αρκετά εύληπτο άλμπουμ, παρ’ όλες τις αρνήσεις και τις αφαιρέσεις τις οποίες περιέχει. Και το να κάνεις τόσο σφιχτές φόρμες να διαδέχονται η μία την άλλη με τέτοια φυσικότητα (όλος ο δίσκος είναι μιξαρισμένος χωρίς κενά ή ασυνέχειες), παρουσιάζοντας έπειτα το σύνολο ως εν δυνάμει αντικείμενο της ευρύτερης ποπ κουλτούρας, είναι από μόνο του επίτευγμα. Χώρια οι επί μέρους νίκες που οι Dawn Of Midi σημειώνουν στην πορεία...
{youtube}-YaVKryEzPo{/youtube}