«Δεν είναι που προσπάθησα, όσο κανείς δεν ξέρει
είναι που όσα κράτησα, μου κάψανε το χέρι
δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω κάτι
είναι που δεν φαντάστηκα ότι ποτέ δεν θα 'ρθει»
Ένα όμορφο ρεφρέν, μια καλή ανδρική φωνή, μια πετυχημένη ενορχήστρωση με (μετρημένους) λαϊκούς χρωματισμούς, έβαλαν πριν 3 χρόνια στη μουσική μας ζωή τα “Μεροκάματα” και την ομάδα από πίσω τους: τον Θεσσαλονικιό τραγουδιστή Πάνο Παπαϊωάννου, τον συντοπίτη του συνθέτη Χρυσόστομο Καραντωνίου και τον στιχουργό Δημήτρη Παπαχαραλάμπους.
Τότε, όμως, άρχισαν και τα δύσκολα για τη συγκεκριμένη παρέα, καθώς η μετάβαση από το εύληπτο, αυθόρμητο σουξέ σε ένα ολοκληρωμένο ντεμπούτο αποδείχτηκε ανηφοριά: ο Χορός Των Ημερών (2015) ήταν ένα άλμπουμ δειλό, κρυμμένο πίσω από τους στρογγυλεμένους κοινούς τόπους της έντεχνης δισκογραφίας, όπου τίποτα δεν ήταν κραυγαλέα άσχημο, μα όλα αποτυπώνονταν μεσοβέζικα.
Τώρα, τα Φώτα Στην Πλατεία έρχονται σε ένα ακόμα πιο κρίσιμο σημείο, όπου πλέον η μπογιά από τα “Μεροκάματα” θέλει ένα φρέσκο χέρι πέρασμα. Με άλλα λόγια, ζητείται επειγόντως συνέχεια, ικανή να στηρίξει την παρουσία των Καραντωνίου, Παπαϊωάννου & Παπαχαραλάμπους στην επικαιρότητα. Αυτή λοιπόν η συνέχεια δεν προέκυψε όσο ηχηρή όφειλε να είναι.
Στυλοβάτης του δίσκου αποδεικνύεται νομίζω ο Παπαϊωάννου. Αν και παραμένει ένας μη ευέλικτος τραγουδιστής, που μάλλον αρέσκεται στην «ευθεία», απεγκλωβίζεται από τις σωστές μα κάπως άχρωμες αποδόσεις του προηγούμενου άλμπουμ και δείχνει περισσότερα αποθέματα σε εκφραστικότητα. Παρέα έτσι με τη Μαρία Παπαγεωργίου καταθέτει μια όμορφη διασκευή στο "Someone You Love" της Δανέζας τραγουδοποιού Tina Dickow (“Αυτός Που Αγαπάς”), ενώ μόνος ξεχωρίζει σε στιγμές σαν τα “Δεν Είμαι Λέξη Μοναχά”, “Tα Φώτα Στην Πλατεία” και “Πες Μου”.
Στις μελωδίες του Καραντωνίου, από την άλλη, η πρόοδος κρίνεται κουτσή. Από τη μία, ο συνθέτης στρέφεται προς έναν ήχο ευδιάκριτα πιο ηλεκτρικό, μέσω του οποίου φαίνεται να επιθυμεί την εξωστρέφεια. Αυτό, πράγματι, δίνει στις μελωδίες και στις ενορχηστρώσεις έναν κάποιον «αέρα», δεν τις αποτρέπει όμως από το να μείνουν εν τέλει να χαζολογούν στις όχθες της έντεχνης προβλεψιμότητας: το φλερτ με τον ηλεκτρισμό δεν απηχεί τους σημερινούς ποπ/ροκ ήχους, μα δεδομένα –και κουρασμένα– σχήματα του παρελθόντος, τα οποία έχουν ήδη «αρμεχθεί» από τη γενιά του Σωκράτη Μάλαμα ή τους εκπροσώπους του «δικού μας ροκ», λέγε με και εντεχνορόκ (Μαχαιρίτσας, Πορτοκάλογλου, κτλ.). Κάτι τέτοιο, λοιπόν, σώζει μόνο τα προσχήματα· δεν έχει καμία σχέση με την επιδίωξη για φρέσκο ελληνικό τραγούδι.
Οι στίχοι του Παπαχαραλάμπους, πάλι, μένουν απογοητευτικά στάσιμοι και είναι το ξεκάθαρο βαρίδι του δίσκου. Παρότι τις δουλεύει, οι λέξεις του δεν κατορθώνουν να αρθρώσουν κάτι που θα σε πιάσει άμεσα, κάτι που θα σε κάνει να το μουρμουρήσεις. Είναι μάλιστα απορίας άξιον, γιατί, ενώ δείχνει τη διάθεση να μιλήσει για απτά πράγματα (τον έρωτα, την αποξένωση και τη μοναξιά στις μεγάλες πόλεις), χάνεται τελικά σε βαρύγδουπα σχήματα που δεν αντιστοιχούν σε κάποια αληθινή καθημερινότητα –άσχετα αν θέλουμε να την αποδώσουμε κυριολεκτικά ή ποιητικά. Προσωπικά, λ.χ., δεν μπορώ να παρακολουθήσω τι εννοούν στίχοι σαν το «Στον βράχο το γεράκι ξύνει τα νύχια του γαμψά / Του κόσμου το σαράκι πάλι πεινάει και διψά» (“Ο Άνεμος Φυσά”) ή σαν το «Είναι φυλακή το αίμα, μην πιστεύεις άλλο ψέμα / Δες τον ουρανό ξανά, λίγο-λίγο αδειάζει κι άνεμος φυσά» (“Δεν Γίνεται Αλλιώς”), έτσι για να σταθώ σε δύο μόνο (από τα πολλά) παραδείγματα, από τα δύο τραγούδια τα οποία σε «υποδέχονται» στον δίσκο. Με τέτοιους στίχους, δεν πάει κανείς πουθενά.
Δεν είναι κακή δουλειά τα Φώτα Στην Πλατεία. Είναι όμως μέτρια: ένας δίσκος που ενώ έχει τα «υλικά» για κάτι καλύτερο, δεν φτάνει σε αυτό, αρκούμενος σε ένα ευπρόσωπο, δεδομένο «υπόβαθρο». Δεν ξέρω, ίσως να υπάρχουν υπερβολικές προσδοκίες για τη συγκεκριμένη τριπλέτα; Μήπως δηλαδή εκείνα τα “Μεροκάματα” μας έχουν βάλει να φαντασιωνόμαστε μια σειρά από αναλόγως αβίαστα σουξέ;
Παρά λοιπόν τα μικρά βήματα εμπρός που σημειώνονται εδώ, το τοπίο παραμένει θολό –ίσως γιατί από τα νέα ταλέντα αναμένεις άλματα και όχι βήματα. Για την ώρα, πάντως, οι Καραντωνίου, Παπαϊωάννου & Παπαχαραλάμπους κερδίζουν ακόμα μία ευκαιρία, λίγο ακόμα δηλαδή χρήσιμο (και κρίσιμο) χρόνο να μας πείσουν με ένα αποτέλεσμα πιο ξεκάθαρο, που δεν θα αφήνει χώρο σε «αλλά…» και σε δεύτερες σκέψεις.
{youtube}8CPpcKDtBx4{/youtube}