Έχω σχεδόν καταλήξει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών –ακόμα και των αντικειμενικά πιο άξιων– είναι η στασιμότητα και η τεμπελιά. Το παλεύουν, αποκτούν στίγμα, το φτάνουν κάπου και μετά βάζουν το καρμπόν, βγάζοντάς τη με ατέλειωτες παραλλαγές... Παράλληλα, γίνεται ολοένα και πιο εμφανές ότι δεν ακούνε πια μουσική –με την έννοια ότι δεν παρακολουθούν την εγχώρια και διεθνή δισκογραφία παρά αποσπασματικά και βάσει εμμονών (αφορά και τους κριτικούς αυτό, αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα).
Γράφω τα παραπάνω ώστε να εξαιρέσω τον Φοίβο Δεληβοριά, επαινώντας τον για το γενναίο βήμα προς τα μπροστά που πραγματοποιεί με τον Αόρατο Άνθρωπο. Θυμάμαι τις μέρες του Έξω, όταν είχα εμπλακεί σε ατέλειωτες συζητήσεις με ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι ήταν το «χειρότερό του», υπερασπιζόμενος τα 4 αστέρια με τα οποία το είχα αξιολογήσει. Εκ των υστέρων κρίνοντας, είχα υπάρξει υπερβολικός. Όχι γιατί δεν ήταν ένα καλό άλμπουμ –αυτό δεν το συζητάω. Αλλά γιατί είχα μάλλον αξιολογήσει περισσότερο την ανάγκη του Δεληβοριά να δοκιμάσει νέους τρόπους έκφρασης και να φανταστεί τον εαυτό του κάπως αλλιώς, παρά το υλικό. Την ένιωθα να κοχλάζει κάτω από τα τραγούδια και να προσπαθεί να υπερβεί τα ηχητικά όρια (τα δικά του όρια) και πολύ μου άρεσε ως καλλιτεχνική στάση.
Στον Αόρατο Άνθρωπο, όμως, η επιδιωκόμενη υπέρβαση οργανώνεται καλύτερα και πολύ πιο ευφάνταστα. Τα νέα «σύνορα» χαράζονται με πιο σταθερό χέρι και ακούμε τραγούδια με πιο μεγάλη δυναμική από εκείνα του Έξω, με περισσότερα δηλαδή εχέγγυα απέναντι στη λαίλαπα του χρόνου. Εδώ αρμόζουν λοιπόν τα 4 αστέρια. Στον δίσκο που βάζει τον Δεληβοριά στη λίγκα όσων φτασμένων δημιουργών συνεχίζουν να ανησυχούν για το πού μπορεί να πάει η μουσική τους στον 21ο αιώνα. Ο Αόρατος Άνθρωπος αποτελεί σημαντικό άλμπουμ όχι μόνο γιατί βρίσκει τον δημιουργό του να προχωρά, αλλά και γιατί έχει να δώσει κάτι στο σήμερα του μουσικού γίγνεσθαι. Πρόκειται για δουλειά η οποία εγείρει ερωτήματα και αμφισβητεί το δεδομένο της ηλεκτρικής φόρμας των τραγουδοποιών, επιδεικνύοντας μάλιστα τόλμη που δεν συναντάς ούτε σε περιπτώσεις πολυδιαφημισμένων, εσχάτως, singer-songwriters του εξωτερικού. Έχει, για παράδειγμα, πολύ περισσότερα να πει από τον Get Well Soon ή από όσους ενδοσκοπικούς τροβαδούρους βιάζεται να αποθεώσει η κριτική στη βάση (συνήθως) μιας κουτσής κιθάρας κι ενός ιδιοσυγκρασιακού λυγμού.
Δεν θέλω να κάνω λόγο για «πειραματισμό», γιατί η έννοια πολυφορέθηκε, δεν περιγράφει πλέον τίποτα και –αφότου έγιναν ακόμα και οι Einsturzende Neubauten ποπ– είναι πολύ συζητήσιμο το αν μια τέτοια ταμπέλα συνεχίζει να ταυτίζεται με την πρωτοπορία και την καινοτομία. Δεν αποτελεί πρωτοπορία να ακούς theremin, μουσικά πριόνια και στυλόφωνα σε έναν δίσκο, ούτε συνιστά καινοτομία επειδή δεν τα ακούγαμε ως τώρα σε δίσκους εγχώριων τραγουδοποιών –θέλω να είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Τέτοια πράγματα τα νομίζουν άνθρωποι με φτωχό ορίζοντα μουσικών αναφορών, οι οποίοι δεν ακούνε παρά μόνο τον κλασικό συνδυασμό κιθάρα/μπάσο/τύμπανα και όλα τα υπόλοιπα τους φαίνονται διανοουμενίστικα.
Σημασία για την περίπτωσή μας έχει ότι στο νέο άλμπουμ του Δεληβοριά τα παραπάνω στοιχεία επιστρατεύονται όχι για να κοσμήσουν ως εξωτικά μπιζού τον ήχο του, μα για να τον ανατρέψουν και –συνειδητά– να του δώσουν ένα νέο εύρος. Στόχος που επιτυγχάνεται όχι μόνο χάρη στις συνθέσεις, μα και χάρη στις θαυμάσιες ενορχηστρώσεις και στη λογική της παραγωγής. Η ηλεκτρονική ένδυση της “Αμφιβολίας”, το “Bolero” και το “Μηδέν Εισερχόμενα” αποτελούν έξοχα παραδείγματα, ενώ τραγούδια όπως το “Θα ’Θελα Να ’Μουνα Εκεί”, το “Ωροσκόπιο” (με τη φωνή της Αρλέτας), το “Χωρίς” και το “Καταφύγιο” δείχνουν την άλλη πλευρά της δουλειάς –τον πιο γνώριμο δηλαδή τραγουδοποιό, ο οποίος όμως, αν και οικείος, γράφει και ερμηνεύει λίγο διαφορετικά. Με μια νέα ωριμότητα.
Ο Αόρατος Άνθρωπος του Φοίβου Δεληβοριά και κάποια ακόμα άλμπουμ που το κοινό ίσως ανακαλύψει αργότερα συνιστούν όχι μόνο το σήμερα του ελληνικού τραγουδιού, μα και το πιο ευδιάκριτο παράθυρο προς το αύριο που έχει ανοίξει στην τελευταία δεκαετία. Να με συγχωρούν οι αγγλόφωνοι δημιουργοί μας, αρκετοί εκ των οποίων έχουν πράγματι καταθέσει αξιόλογες ως και πολύ καλές δουλειές. Όμως ακόμα εκκρεμεί εκ μέρους τους μια κατάθεση ανάλογης βαρύτητας με όσα περιγράφω παραπάνω. Η οποία να μην παίρνει δηλαδή τα εύσημα μόνο γιατί δάμασε επιτυχώς τα Δυτικά πρότυπα και προχώρησε σε δημιουργική αφομοίωση, μα να θέτει και ερωτήματα χωρίς, παράλληλα, να απεμπολεί τον μαζικό, ραδιοφωνικό της χαρακτήρα.