Τη στιγμή που έσκασε το Industrial Silence στα ελληνικά ερτζιανά, στα περιοδικά, τις δισκοθήκες και τα μουσικά αρχεία (σε προ Spotify εποχές), σε μια πιο οργανωμένη μουσική βιοτεχνία δηλαδή, που μπορούσε να λειτουργήσει συντονισμένα και έξυπνα και να βγάλει ονόματα που θα κάνουν γκελ στο ελληνικό κοινό, δεν βρισκόμουν στην Ελλάδα. Εκείνη τη χρονιά, αρκετά μακριά, στο Manchester, ζούσαμε (μαζί και με άλλους συντάκτες) και καταγράφαμε όσα συνάρπαζαν τους Βρετανούς, με την απαραίτητη συναυλιακή επαφή που προϋποθέτει αυτό. Μπορούσα να κατανοήσω τη σύνδεση με το ελληνικό κοινό, όχι όμως και τη σχετική υστερία, πέφτοντας στην ίδια παγίδα της άποψης που μπορεί να έχει κάποιος αν δεν έχει ζήσει τη συναυλιακή εμπειρία με μια μπάντα.
Οι Madrugada ήρθαν σιγά σιγά και στρογγυλοκάθισαν μέσα μου. Έφυγαν τα πυροτεχνήματα, πιάστηκα από riff, στίχους και αναφορές. Στα '00s έζησα (και ζήσαμε) πολλά με τη μουσική τους, τους ίδιους ακόμα στις εδώ εμφανίσεις τους. Δεν θα ξεχάσω την είσοδο στο βανάκι μετά το live στο Gagarin και τη βραδιά στη Μαβίλη. Το μαγικό live των Madrugada στο κατάμεστο Ρόδον, πριν 19 χρόνια, καταγράφηκε ως μία από τις πιο σημαντικές στιγμές των 25 χρόνων του Avopolis. Καταγράφηκε αυτό και όχι μία μέρα μετά η φιλανθρωπική συναυλία του Avopolis, στην οποία επαιξε η αφρόκρεμα της ελληνικής σκηνής - ό,τι (λίγο) κι αν σημαίνει αυτό.
Υπήρχε και η περίοδος που ο ίδιος ο Sivert το πάλευε μόνος του. Κι εκεί βρίσκω κομμάτια που (μου) αποδεικνύουν ότι δεν αγαπήθηκε λόγω των γνωστών κλισέ περί λατρείας μας περί του πόνου, των βαρύτονων, της τραγωδίας και των εσωτερικών δαιμόνων. Kάτι υπάρχει εκεί. Ένα άστρο. Με το Sonik, κυνήγησα πολλά επτάιντσα. Αλλά για το "Sister Sonic Blue" του ίδιου, το επτάιντσο που κάναμε με το Sonik, νιώθω υπερήφανος, ίσως περισσότερο από πολλά άλλα (που όλα κουβαλούν μια ιστορία από πίσω τους -και αρκετά χρήματα στην παραγωγή ενός σχετικά μαζικού μουσικού εντύπου- μέχρι να τα δει κάποιος στο περίπτερο, να δίνονται δωρεάν). Όχι γιατί πωλείται σήμερα στο discogs σε εξωφρενικές τιμές (έως και 40 ευρώ), αλλά γιατί είναι μια ωραία δουλειά.
Το γιατί και πώς οι Madrugada είναι μεγάλη (τηρουμένων των αναλογιών) μπάντα εδώ και δεν είναι κάπου αλλού δεν με απασχόλησε ποτέ (δεν είναι δικό μας το θέμα) - ίσα ίσα που βρίσκω εντελώς ειλικρινή και ακομπλεξάριστη την παραδοχή τους ότι μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσαν να κάνουν συναυλία σε ένα μεγάλο στάδιο ή συνέντευξη Τύπου.
Συνέντευξη Τύπου, μάλιστα, όχι για φίλους και γνωστούς.
Ένα ρίσκο που ενδέχεται να εξελιχθεί σε σημαντικό συναυλιακό σταθμό για όλους μας
Η αλήθεια είναι ότι όταν ακούσαμε για την επερχόμενη εμφάνισή τους στο Παναθηναϊκό Στάδιο το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου, ξαφνιαστήκαμε. Ακόμα και για τα μέτρα του ελληνικού κοινού, φαινόταν παρακινδυνευμένο. Εντούτοις, έχω την εντύπωση ότι θα είναι σταθμός όχι μόνο για τους ίδιους, όπως παραδέχονται. Θα είναι μια σημαντική συναυλιακή εμπειρία και για εμάς, σε έναν εμβληματικό χώρο που έχουμε συνδέσει και εμείς με διαφορετικά γεγονότα, ακόμα και με εκείνη την αξέχαστη εμφάνιση των R.E.M..
Λίγους μήνες πριν από τη μεγάλη τους συναυλία στο Καλλιμάρμαρο, οι Madrugada ήρθαν, λοιπόν, στην Ελλάδα και την Τετάρτη 4 Μαΐου, επισκέφθηκαν το Καλλιμάρμαρο. Στη συνέχεια συνάντησαν δημοσιογράφους και φίλους σε συνέντευξη Τύπου που έγινε στο roof garden «Ολυμπιάς» με θέα την Ακρόπολη, με συντονίστρια τη Βάσια Τζανακάρη. Και ήμασταν εκεί.
Δεν ξέρω αν ήταν η κλασική συνέντευξη Τύπου ή απλά ένα gathering, μια συνάντηση μερικών fan τους και κάποιων ανθρώπων της μουσικής βιομηχανίας που βρήκαν την αφορμή να ξανασυζητήσουν για μουσική. Ακόμα και οι ερωτήσεις, δεν ήταν οι μουσικογραφιάδικες. Ήταν από οπαδούς ή (κυρίως) ανθρώπους που καλύπτουν το πολιτιστικό ρεπορτάζ μέσων (αλλά πάλι fans), που ίσως ανοίξουν αυτή την πόρτα και σε ένα κοινό που θα αντιληφθεί αυτή τη συναυλία ως μαζικό event και θα συμβάλλουν στην επιτυχία αυτού του εγχειρήματος. Αλλά αυτή η πόρτα ανοίγει έτσι κι αλλιώς. Σημειολογικά. Ακόμα και με αυτή τη συνάντηση (πόσω μάλλον στα πρώτα live που παρακολουθούμε) ανοίγει η πόρτα ενός σκοτεινού δωματίου. Θέλουμε να βρεθούμε πλέον όλοι εκεί έξω, να ζήσουμε μαζικές συναυλιακές εμπειρίες - και αν δεν υπήρχε το μεγάλο οικονομικό ζόρι της περιόδου, είναι σίγουρο ότι μόνο η κόπωση θα μας περιόριζε. Ξεμυτίζουμε δειλά, νιώθουμε πιασμένοι, αλλά κι έτοιμοι να πούμε το «σαν να μην πέρασε μια μέρα».
Η συνάντηση αυτή, βέβαια, από αυτές που είχαν εκλείψει έτσι κι αλλιώς και πριν την έναρξη της πανδημίας, δεν έβγαλε κάποιο νέο, δεν ειπώθηκε ή δεν ρωτήθηκε κάτι που θα μπορούσε να μας κάνει σοφότερους. Ήταν, όμως, από αυτές που λίγη σημασία έχουν τα λόγια, όσο η επαφή. Και μια αφορμή για να ακούσουμε και το δικό τους ευχαριστώ: «Εμφανιστήκαμε για πρώτη φορά εδώ το 2000, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του Industrial Silence, και ήσασταν το καλύτερο και πιο ενθουσιώδες κοινό που είχαμε παίξει μέχρι τότε αλλά και μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε. Γι' αυτό και ήρθαμε ξανά και ξανά, όπως ήρθα και πολλές φορές στη συνέχεια, στη διάρκεια της προσωπικής διαδρομής μου», είπε ο Sivert Høyem.
Τα τρία ιδρυτικά μέλη του group, που ήταν εκεί, ο Sivert Høyem, ο Frode Jacobsen και ο Jon Lauvland Pettersen, θεωρούν τη συναυλία αυτή σταθμό στην καριέρα τους. Θα τραγουδήσουν στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, έναν συγκλονιστικό χώρο ιστορικής σημασίας. Μίλησαν για τη μοναδικότητα αυτής της συναυλιακής εμπειρίας, σε μια χώρα που ούτως ή άλλως τους έχει αγαπήσει από το ξεκίνημά τους. Από τη μία, όπως είπαν, το να παίζεις σε ένα τέτοιο ιστορικό μέρος είναι σουρεαλιστικό, αλλά από την άλλη «δεν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κανένα άλλο μέρος όπου μπορεί να συμβεί αυτό. Και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος στον κόσμο όπου δίνουμε συνέντευξη Τύπου», συμπλήρωσαν.
«Όσο ήμασταν στο στούντιο, τον Μάρτιο του 2020, η κατάσταση με τον covid καθημερινά κλιμακωνόταν, δραματικά»
Το 2019, ακριβώς πριν σκάσει σαν βόμβα όλο αυτό που άλλαξε το πώς βλέπουμε τον κόσμο, οι Madrugada βρήκαν την ευκαιρία να βρεθούν ξανά μαζί, μετά από παύση πολλών ετών, που έμοιαζε αναμενόμενη λόγω (και) της γνωστής απώλειας του Robert Burås. Με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από το πρώτο τους άλμπουμ Industrial Silence έδωσαν τότε συναυλίες που πάθος και ωριμότητα τις έκαναν πολύ ξεχωριστές. Το ίδιο και από την άλλη πλευρά. Από το κοινό, που συντονίστηκε έχοντας ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά. Όπως γράφαμε τότε, οι θριαμβευτικές, sold-out εμφανίσεις σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα δεν άφησαν καμία αυταπάτη για το εκτόπισμα των στρογγυλών, κιμπάρικων τραγουδιών τους στη χώρα μας, με τα οποία οι Νορβηγοί πάτησαν όλα τα σωστά κουμπιά συναισθήματος και θεάματος...
O Jon Lauvand Pettersen μίλησε (και) για αυτή την anniversary tour. Όπως είπε, το 2019 ήταν χρονιά που έπαιξαν σχεδόν 18-19 live. Αυτή η περιοδεία λειτούργησε ως αφορμή επανασύνδεσης, καθώς και μια επιστροφή στις ρίζες τους, ως μπάντα. Αυτή η διαδικασία, που εξελίχθηκε ως επιτυχημένη περιοδεία, τους έκανε να αισθανθούν ότι είναι σημαντικό για εκείνους να προχωρήσουν και να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ. «Οπότε πήγαμε στη Sunset Sound Recorders στο Λος Άντζελες και ηχογραφήσαμε αυτό το άλμπουμ που θυμίζει κατά κάποιο τρόπο αυτό που κάναμε 20 χρόνια πίσω. Είναι περισσότερο σαν ένα κλασική διαδικασία σύνθεσης, που γυρνάει πίσω σε αυτό, το αυθεντικό που ήταν η μπάντα», είπε, αναφερόμενος στη διαδικασία σύνθεσης των τραγουδιών, αλλά και τη μουσική έμπνευσή τους.
Η ηχογράφηση του νέου άλμπουμ Chimes At Midnight τους βρήκε εκεί, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στα πρώτα στάδια της εμφάνισης της πανδημίας. «Όσο ήμασταν στο στούντιο, τον Μάρτιο του 2020, η κατάσταση με τον covid καθημερινά κλιμακωνόταν, δραματικά. Στη Νορβηγία όλοι προετοιμάζονταν για το πρώτο lockdown και το ταξίδι μας στις Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να συντομευθεί για να είμαστε σίγουροι ότι θα μας επιτραπεί να επιστρέψουμε σπίτι», είπαν σε σχετική ερώτηση. Και συμπλήρωσαν: «Αργά το βράδυ, μαζευτήκαμε στο στούντιο και κάναμε μερικά takes με ό,τι όργανα είχαμε εκείνην τη στιγμή. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν πολύ φορτισμένη με όλες τις ανασφάλειες που όλοι νιώθαμε. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που κάναμε πριν φύγουμε από το Λος Άντζελες και για εμάς, αυτή ήταν μια σημαντική στιγμή που θα θυμόμαστε για πάντα».
«Το νέο άλμπουμ έχει αρκετά κοινά με το Industrial Silence, κάτι τα συνδέει»
Τα ίδια τραγούδια του δίσκου, βέβαια, δεν έχουν καμία σχέση με τον κορωνοϊό, καθώς γράφτηκαν προ πανδημίας. Ο νέος δίσκος, όπως δήλωσαν, κατά κάποιον τρόπο συνδέει το «σήμερα» των Madrugada με το ντεμπούτο τους. Το κοινό τον αγκάλιασε αμέσως και οι ίδιοι νιώθουν αυτή τη δισκογραφική δουλειά ως κάτι που αφορά τους ίδιους και τους fans τους σήμερα. Όταν βγάζεις νέο υλικό μετά από τόσο διάστημα, αυτό είναι βασικό σημείο αναφοράς σου. Τόσο που στην περιοδεία τους έχουν φτάσει να παίζουν τουλάχιστον 8 από τα νέα τους κομμάτια. «Αν μας έλεγες τότε ότι είκοσι χρόνια αργότερα θα υπήρχαμε ξανά ως συγκρότημα και θα παίζαμε μουσική, δεν θα σε πιστεύαμε. Ούτε πριν δέκα χρόνια θα σε πιστεύαμε αν μας έλεγες ότι τώρα θα είχαμε κυκλοφορήσει νέο δίσκο και θα βρισκόμασταν εδώ δίνοντας συνέντευξη! Ίσως γι' αυτό ακριβώς το νέο άλμπουμ έχει αρκετά κοινά με το Industrial Silence, κάτι τα συνδέει», συμπλήρωσε ο Jon Lauvland Pettersen. Ακόμα κι αν βλέπουν κάποια πράγματα διαφορετικά και πλέον παραδέχονται ότι ως πατεράδες θα ήταν αδύνατον να μη βγάλουν αυτή την αγαπησιάρικη ενέργεια στα τραγούδια τους. «Δεν ακούγεται και πολύ ροκ αυτό!» είπε ο Sivert, αλλά ήξερε πολύ καλά και σε ποιους απευθύνεται. Μεγαλώσαμε όλοι. Μαζί και χωριστά.
Στη συνέντευξη ειπώθηκαν και ρωτήθηκαν αρκετά ενδιαφέροντα και αδιάφορα. Και φυσικά δεν έλειψε η SOS δημοσιογραφική ερώτηση που αφορά στα κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο λαών. Αυτά που οδηγούν δύο χώρες με εντελώς διαφορετικό κλίμα, κουλτούρα και πολλά άλλα, να λατρεύουν τους Madrugada. Πριν από τις 3 συναυλίες που έδωσαν για την επετειακή tour του Indrustrial Silence, ο ντράμερ Jon Lauvland Pettersen είχε δώσει τη δική του εκδοχή στο Avopolis: «σας αρέσει δηλαδή το δράμα, σας εκφράζει η μελαγχολία. Έμαθα μάλιστα πρόσφατα ότι και ο Nick Cave είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα, κάτι που συμβαίνει και στη Νορβηγία. Φαντάζει βέβαια παράδοξο ότι σας τραβάει αυτή η σκοτεινιά, γιατί είστε μια χώρα με ήλιο. Από την άλλη, εφεύρατε το δράμα, έτσι δεν είναι»; Ο ίδιος κατοικεί στο Hammerfest, στο νησί Kvaløya, τη βορειότερη κατοικημένη κωμόπολη της ηπειρωτικής Ευρώπης, οπότε βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στον Αρκτικό Κύκλο. Από την ησυχία και τη «σκοτεινιά», όπως τη λέει ο ίδιος, νιώθει τη σύνδεση, έστω και την επιφανειακή, με όσα συμβαίνουν εδώ.
Ο Sivert έδωσε τη δική του εκδοχή για την κατανόηση της ελληνικής κουλτούρας, τις ομοιότητες και τις διαφορές με τη δική τους, έπειτα μάλιστα από την επαφή και τις επισκέψεις τους εδώ. «Συναντήσαμε τόσους πολλούς ανθρώπους εδώ κάτω, κάναμε τόσους πολλούς φίλους, αλλά υποθέτω ότι η κατανόησή μας για την κουλτούρα σας είναι αρκετά επιφανειακή», είπε. «Λατρεύω τον ήχο του μπουζουκιού και είμαι μεγάλος θαυμαστής του Vangelis, αγαπάμε το φαγητό και τους ανθρώπους που συναντάμε, αλλά φοβάμαι ότι δεν έχω πραγματικά πολύ βαθιά κατανόηση της ελληνικής κουλτούρας», παραδέχτηκε.
«Μπορεί στην προσωπική μας ζωή να έχουμε χιούμορ, αλλά αυτό δεν αντανακλάται στη μουσική μας»
Γνωρίζουμε πάντως ότι και ειλικρινείς είναι και αυτοσαρκαστικοί στις απαντήσεις τους - αυτό πραγματικά το αγαπώ, κι ας έρχεται σε αντίθεση με τα γνωστά κλισέ. «Νιώθω ότι η μουσική μας είναι βαθιά μη ειρωνική. Μπορεί στην προσωπική μας ζωή να έχουμε χιούμορ, αλλά αυτό δεν αντανακλάται στη μουσική μας. Κατά κάποιον τρόπο, η μουσική μας έχει μία λύπη, ένα αίσθημα σοβαρότητας. Μπορούσα να το νιώσω, από την πρώτη φορά που βρεθήκαμε στην Ελλάδα, ότι οι άνθρωποι εδώ καταλάβαιναν τη σοβαρότητα της μουσικής μας. Μας πήραν στα σοβαρά. Οι Έλληνες είναι το καλύτερο κοινό που έχουμε παίξει ποτέ. Συνεχίζαμε να επιστρέφουμε σε εσάς και εσείς επιστρέφετε σε εμάς», δήλωσε ο Sivert.
Ο Sivert μίλησε για την αντίθεση μεταξύ των εμφανίσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας και την εμπειρία του με αυτές, και αυτών που πρόκειται να δοθούν πάλι μπροστά σε πολυπληθές κοινό, σε κανονικές συναυλιακές συνθήκες. Οι οποίες, βέβαια, στην Αθήνα, ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια της δικής τους κανονικότητας. «Αποτελεί σίγουρα τεράστιο contrast το να παίζεις σε ένα κοινό 20-50 ή 200 ατόμων, σε σχέση με αυτό που πρόκειται να κάνουμε εδώ στην Αθήνα. Αλλά προερχόμαστε από μια πολύ επιτυχημένη μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία και είναι επίσης φανερό το πώς το νέο υλικό δένει με το κοινό. Και είναι κάτι ξεχωριστό το να βγαίνεις εκεί έξω και να ξαναβρίσκεσαι και να μοιράζεσαι αυτή την εμπειρία της ζωντανής μουσικής. Σημαίνει πολλά για το συγκρότημά μας και νομίζω ότι είναι κάτι που έλειπε - και σε εμάς και στο κοινό. Είναι ένα είδος ανθρώπινης σύνδεσης μέσω της μουσικής».
Sivert για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ζούσα σε μια εποχή που θα βλέπαμε κάτι τέτοιο».
Τέλος, ο Sivert μίλησε ξεκάθαρα και για τον πόλεμο: «Παρακολουθούμε τις εξελίξεις στην Ουκρανία όπως όλοι. Είναι φρικτό, τρομακτικό να βλέπεις αυτόν τον πόλεμο στη μέση της Ευρώπης και τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση στην Ευρώπη από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ζούσα σε μια εποχή που θα βλέπαμε κάτι τέτοιο. Φυσικά, οι άνθρωποι που πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω πολέμου ή διώξεων είναι μια παγκόσμια υπόθεση, αλλά υπάρχει κάτι σχετικά με αυτό που γίνεται στην Ουκρανία, επειδή είναι τόσο κοντά, επομένως νιώθουμε μεγάλη σύνδεση. Είναι μια φρικτή στιγμή αυτή τώρα».
Η συνέντευξη Τύπου ολοκληρώθηκε με τους τρεις τους να υπογράφουν αφίσες και να ανανεώνουν το ραντεβού μας για τη συναυλία του Σεπτεμβρίου. Το Σάββατο 14/9, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με τιμές εισιτηρίων που ξεκινούν από 35 ευρώ και φθάνουν τα 85 ευρώ. Περισσότερα, μπορείτε να διαβάσετε στη σελίδα της ατζέντας του Avopolis, εδώ. Μαζί με ό,τι άλλο πρόκειται να δούμε σε αυτό το ξεχωριστό καλοκαίρι (εδώ), με κόσμο που ετοιμάζεται να γιορτάσει την επιστροφή σε μια περίεργη κανονικότητα, αλλά καθόλου περίεργη για την ανθρώπινη επαφή και τη σύνδεση, τις κοινές εμπειρίες και κάποιες συγκινήσεις που καταγράφουμε χρόνια τώρα με λεπτομέρειες που συζητάμε χρόνια μετά, θάβοντας όλα όσα θεωρούμε καθημερινά σημαντικά. Θα τα πούμε εκεί έξω.