5/4, Θεσσαλονίκη
του Στέργιου Κοράνα
Με δύο αλλαγές χώρων προκειμένου να ανταπεξέλθει στη ζήτηση των εισιτηρίων, η εμφάνιση των Madrugada για την 20ή επέτειο του Industrial Silence θα ήταν έτσι κι αλλιώς το συναυλιακό γεγονός της άνοιξης για τη Θεσσαλονίκη. Πόσο μάλλον όταν τα τιμώμενα πρόσωπα ανταπεξέρχονται και με το παραπάνω στις προσδοκίες του κοινού.
Όταν μπήκα στο κλειστό γήπεδο του ΠΑΟΚ την Παρασκευή, σκέφτηκα ότι αν τυχόν ο Πάνος Κοκκινόπουλος έκανε κόμμα και είχε στο επικοινωνιακό τμήμα τον Sivert Høyem και τον David Eugene Edwards, όχι μόνο έμπαινε στη Βουλή, αλλά έπαιρνε άνετα και τρίτη θέση. Η κατάσταση που επικρατούσε έξω και μέσα ήταν ένα κλικ πιο κάτω από την ιστορική συναυλία των Prodigy στον ίδιο χώρο (2010). Ειλικρινά, δεν περίμενα ότι οι Madrugada έχουν τέτοια απήχηση, παρόλο που είναι σταθερά αγαπημένοι του ελληνικού κοινού.
Δυστυχώς, λίγο η δουλειά και λίγο ο απρόβλεπτος πανικός έξω, μας έκαναν να χάσουμε το support set του Luke Elliot: όταν μπήκαμε, είχαν ήδη αρχίσει να στήνουν τα όργανα των πρωταγωνιστών της βραδιάς. Στις 21:45 λοιπόν, υποδεχτήκαμε τον Sivert Høyem και την παρέα του στο πρώτο μέρος της συναυλίας, όπου είχε την τιμητική του το Industrial Silence.
Φυσικά και ξεκίνησαν με το “Vocal” και ο μικρός ψυχαναγκαστικός μέσα μου αναθάρρησε: «βρε λες να τα παίξουν με τη σειρά που είναι στον δίσκο;». Βέβαια, με το που ακούστηκαν οι εναρκτήριες νότες του “Belladonna” αμέσως μετά, η προσδοκία εξανεμίστηκε. Το πρώτο μέρος απαρτίστηκε πάντως από μια υποδειγματική εκτέλεση ολόκληρου του Industrial Silence. Έτσι δε όπως έστησαν τα κομμάτια, είχαμε μια κορύφωση που ξεκινούσε από το “Sirens” και κατέληγε στο “Norwegian Hammerworks Corp.” –αγαπημένο του γράφοντος από το συγκεκριμένο άλμπουμ– στο οποίο ο Høyem φόρεσε ένα ...λαμέ σακάκι με πούλιες, που τον μετέτρεψε σε ντισκομπάλα! Φωτιστικά το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό κι εκεί ήταν ίσως το μόνο σημείο που μας ευνόησε το γήπεδο σαν χώρος. Αυτό το τμήμα του live έκλεισε με το “Electric”, μετά το οποίο αποσύρθηκαν για 10 λεπτά.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας περιλάμβανε μια σειρά επιλογών από όλο το ρεπερτόριό τους. Εδώ ήταν όμως που, για μένα, το πράγμα πήρε λίγο την κάτω βόλτα, μια και σχεδόν όλες οι επιλογές ήταν από τα πλέον υποτονικά τους τραγούδια. Κάπου έσωσαν την κατάσταση το “What’s Οn Your Mind?” και το “The Kids Are Οn High Street”, μα όχι ολοκληρωτικά –περίμενα να ακούσω κανά “Blood Shot Adult Commitment”, αλλά εις μάτην. Από αυτό το τραγούδι θα μου μείνει τελικά μόνο η ανάμνηση του 2002 στην Υδρόγειο (νυν Block33).
Παρά πάντως τα 20 χρόνια που πέρασαν, οι Madrugada δεν έδειξαν διόλου «κουρασμένοι». Έστω κι αν η μπάντα, σκηνικά ιδίως, ήταν και είναι ο Høyem –οι υπόλοιποι ήταν πρακτικά διεκπεραιωτές. Και τότε και τώρα, δεν θυμάμαι κάποιον άλλον να παίζει τόσο με το κοινό και να αλωνίζει ασταμάτητα πάνω στo σανίδι. Βέβαια, ακόμα κι αυτός δείχνει πλέον κάποια σημάδια ωριμότητας: τότε (κάτω των 30) τα πέταγε όλα κι έκανε και crowd surfing. Τώρα παραμένει με το πουκάμισο και κατεβαίνει κανονικά από τη σκηνή, όχι με σάλτο. Όπως κι αν έχει, όμως, γοητεύει ακόμα και μάλιστα με ευκολία.
Εδώ θα ήθελα να αποδώσω τα εύσημα στους ηχολήπτες, καθώς κατάφεραν να δώσουν σε έναν κάκιστο χώρο (μη γελιόμαστε, το PAOK Sports Arena δεν είναι για συναυλίες) όχι απλά αξιοπρεπή, αλλά και οριακά καλό ήχο.
Με μια δυσανάλογα μεγάλη ταλαιπωρία για το μέγεθος της συναυλίας, πήραμε στο φινάλε τον δρόμο της επιστροφής. Αν άξιζε τον κόπο; Για εμένα προσωπικά, που δηλώνω Madrugada fan από την αρχή, οριακά ναι. Όχι ότι λείπει ο Sivert Høyem από τα μέρη μας, αλλά το να ακούσουμε ολόκληρο το ντεμπούτο τους, ήταν πράγματι κάτι το ξεχωριστό.
Setlist:
Α’ μέρος (Industrial Silence)
Vocal
Belladonna
Higher
Sirens
Shine
This Old House
Strange Colour Blue
Salt
Norwegian Hammerworks Corp.
Beautyproof
Quite Emotional
Terraplane
Electric
{youtube}184LefO27ys{/youtube}
B’ μέρος
Black Mambo
Hands up – I Love You
Only when You’re Gone
Honey Bee
What’s on Your Mind?
Majesty
The Kids Are on High Street
Valley of Deception
7/4, Αθήνα
του Ανδρέα Κύρκου
Κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες για το εκτόπισμα των Madrugada στην Ελλάδα. Οι φετινές sold-out εμφανίσεις στη χώρα μας ήταν θριαμβευτικές, με όποιον τρόπο και αν επιλέγουμε να αποτιμήσουμε μια συναυλιακή επιτυχία, είτε σε νούμερα, είτε σε συναισθηματικό αντίκτυπο. Αν και είναι ο Sivert Høyem αυτός που χτίζει και συντηρεί στην ουσία τη μακροχρόνια σχέση με το εγχώριο κοινό (ως τακτικός παίχτης σε καλοκαιρινά φεστιβάλ), οι Madrugada παραμένουν μεγάλο brand name.
Τη συναυλία των Νορβηγών άνοιξε με όρεξη και με ενθουσιασμό ο φιλόδοξος τροβαδούρος Luke Elliot, ο οποίος προσπαθεί να υιοθετήσει το κουστουμάτο και λίγο καταστροφικό ύφος όσων «καταραμένων» δηλώνουν περήφανα ότι μεγάλωσαν με Leonard Cohen και Bob Dylan, ενώ συνεχίζουν να πορεύονται με σύγχρονη, έξυπνη americana. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι ο Elliot έπαιζε σε γεμάτο στάδιο, καθώς η αρένα του Tae Kwon Do είχε ήδη γεμίσει από νωρίς. Από αυτό και μόνο, φάνηκε έμπρακτα η βαθιά αγάπη του κοινού για τους Madrugada, σε μια χρονιά που η επανασύνδεσή τους αποτελεί μουσικό γεγονός, 20 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ Industrial Silence (1999).
Από το εναρκτήριο “Vocal”, όλα ξεκίνησαν άψογα και συνέχισαν έτσι μέχρι το τέλος. Με μια προσεγμένη setlist γεμάτη από τίμια, στρογγυλά, κιμπάρικα ροκ τραγούδια, οι Madrugada κέρδισαν κάθε ακροατή ξεχωριστά, καθώς πάτησαν τα σωστά κουμπιά συναισθήματος και θεάματος. Πρόκειται για κομμάτια που φέρνουν ζυγισμένη καταχνιά στην ατμόσφαιρα –δεν είναι δύσκολο, επομένως, να καταλάβεις τον λόγο που ο Høyem έχει γίνει σχεδόν ντόπιος super star.
Ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τη σκαμμένη βραχνάδα του, ξέρει πώς ακριβώς να ξεδιπλώσει τη μελαγχολία του, πότε να κραυγάσει και με ποιους τρόπους να αφήσει τη σκουριά και τη ραγάδα να φανούν διακριτικά. Μπορεί να εξακολουθεί να ερμηνεύει κάπως αυτάρεσκα, όμως γνωρίζει καλά τα ερμηνευτικά ατού που διαθέτει και φροντίζει να τα αναδείξει για να ερεθίσει το ακροατήριο. Η χαρμολύπη του “Shine”, η αρρενωπότητα του “Higher”, το εσωστρεφές πάθος του “Salt”, η κιθαριστική ορμή του “Belladonna”, όλα έλαμψαν και παίχτηκαν στις σωστές τους διαστάσεις, με επαγγελματισμό και σιγουριά.
Το "Norwegian Hammerworks Corp." παραμένει ένα υπέροχο τραγούδι, το οποίο απογείωσε το live στη σωστή στιγμή. Οι δεσμίδες λευκού φωτός από το τζάκετ του Høyem έκαναν το στάδιο να λαμπυρίζει εντυπωσιακά, με τους επαναλαμβανόμενους στίχους «The Hands Of Love» να προκαλούν κύματα ενθουσιασμού. Κι ενώ άπαντες περίμεναν την εισαγωγή του “Strange Color Blue” για να τσιρίξουν με την καρδιά τους, ιδιαίτερα ξεχωριστή στιγμή στάθηκε το snippet του “State Trooper” του Bruce Springsteen, μέσα στο τραγούδι. Ακόμη και στο hit “Majesty”, στο σκονισμένο “Hands Up - I Love You” και στο τρυφερό “Electric”, ο Høyem κέρδιζε σχεδόν μόνος του το στοίχημα, καθώς έβγαινε μπροστά να φωνάξει, να κατευθύνει προς τα έξω όσα τον κινητοποιούν και να αφεθεί όσο χρειάζονταν στον λυγμό της συναισθηματικής εμπλοκής του.
Από το “Quiet Emotional” μέχρι το “Honey Βee” οι ημιφωτισμένοι ρόκερ απέδειξαν ότι έχουν εντρυφήσει άριστα στα ύψη των Tindersticks (χωρίς τον σοφιστικέ λυρισμό) και στα βάθη του Nick Cave (χωρίς το κολασμένο ψυχόδραμα). Οι Madrugada πάντοτε φιλοδοξούσαν να βρίσκονται στο γήινο ενδιάμεσο, ήπιοι και ειλικρινείς, και απλώς να συντροφεύουν τα νυχτερινά όνειρα των ρομαντικών ακροατών τους με την αρσενική, βαρύτονα υγρή μουσική τους. Έχω μια βάσιμη υποψία ότι θα μας επισκεφτούν ξανά, πολύ σύντομα.
{youtube}huQCZ22ZOvY{/youtube}