Είναι μια από τις πιο υποτιμημένες -ίσως- της «χρυσής» post – punk περιόδου των ‘80s παρότι αποτελούν από τους πιο σημαντικούς, συνεπείς και ατμοσφαιρικούς εκπροσώπους της. Οι Sad Lovers and Giants, αυτή η σπουδαία μπάντα από το αγγλικό Χέρτφορντσάιρ γεννήθηκαν μέσα από τη μουσική σκηνή του Watford το 1980 και έκτοτε δεν σταμάτησαν να αποτελούν στιγμή σημείο αναφοράς για τα μελαγχολικά παιδιά των ‘80s και των ‘90s αλλά και τους σύγχρονους απογόνους τους. Από το κορυφαίο Epic Garden Music του 1980 μέχρι το εξαιρετικό πιο πρόσφατο album τους Mission Creep προ πενταετίας οι Sad Lovers and Giants διαμόρφωσαν με την ασυμβίβαστη μουσικά στάση τους και το βάθος της εκλεκτικής δισκογραφίας τους ένα φανατικό κοινό που έχει εμπλουτιστεί τα τελευταία χρόνια με πολλούς εκπροσώπους των νεότερων γενεών, εκείνων που ξέρουν τα ‘80s μόνο από φωτογραφίες και επιστροφές της μόδας αλλά μέσα από το YouTube και τα soundtracks των τηλεοπτικών σειρών έχουν «ανακαλύψει» τη μουσική εκείνης της μοναδικής δεκαετίας που ακόμα καταφέρνει να συγκινεί και να συναρπάζει – ίσως και με μεγαλύτερο εύρος από τότε.
Ένα τέτοιο φανατικό κοινό διατηρούν οι Sad Lovers and Giants και στην Αθήνα, όπου θα επιστρέψουν για δύο πολυαναμενόμενες, συλλεκτικές εμφανίσεις, στο αθηναϊκό συναυλιακό τους σπίτι, το An Club, στις 20 και 21 Μαΐου, για να γιορτάσουν τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του ντεμπούτο τους, Epic Garden Music με δύο απολαυστικά ξεχωριστά sets: μια ζωντανή performance του ιστορικού αυτού album και μια best of επιλογή από τη δισκογραφία τους με διαφορετικό setlist για κάθε ημέρα.
Πώς ξεκίνησαν όμως όλα για τους Sad Lovers and Giants, πώς πήραν αυτό το ευφάνταστο όνομα, βγαλμένο θαρρείς από σκοτεινό παραμύθι, τι έχουν να θυμούνται από τη σκηνή του Watford και εκείνες τις πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80; Τα insights που ακολουθούν έρχονται από μια κουβέντα με τον τραγουδιστή της μπάντας Garçe Allard που δεν έλειψε ούτε μια μέρα από την SLAG saga.
«Στη δεκαετία του ’80 υπήρχε αξιόλογη μουσική σκηνή στο Watford, απ’΄ όπου καταγόμαστε και ο Tristan Garel Funk, ο κιθαρίστας μας τότε, βρισκόταν, κατά κάποιον τρόπο, στο επίκεντρο αυτής της σκηνής γιατί εξέδιδε ένα fanzine, το “Splitfire Parade”. Η αρχική ιδέα ήταν να ονομαστεί αυτό το fanzine “Sad Lovers and Giants” λόγω του ότι οδηγεί στο ακρωνύμιο “SLAG”. Το “slag off” ως έκφραση σημαίνει ότι μιλάς άσχημα για κάτι ή κάποιον οπότε το concept ήταν ότι θα υπήρχε ένα fanzine που θα “έκραζε” τους πάντες. Η ιδέα έμεινε στο ράφι αλλά το όνομα αναστήθηκε όταν χρειαστήκαμε ένα όνομα για την μπάντα. Δεν νιώθαμε τότε ότι ήταν ένα περίεργο όνομα γιατί πολλά συγκροτήματα είχαν ασυνήθιστα ονόματα στα ‘80s – βέβαια τώρα ιδωμένο από απόσταση ηχεί όντως ασυνήθιστο. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι έχει έρθει να μας ακούσει να παίζουμε γιατί τους έχει τραβήξει με κάποιον τρόπο το όνομά μας.
Κατά τα άλλα εκείνη η περίοδος των ‘80s ήταν μια συναρπαστική και πολύ δημιουργική περίοδος – υπήρχε όλη αυτή η DIY σκηνή και δεκάδες μπάντες που έβγαζαν μόνες τους τη μουσική τους και τα singles τους, χωρίς τους περιορισμούς των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών και του marketing και πολλές από αυτές τις κυκλοφορίες ήταν ιδιαίτερα δημιουργικές. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η Rough Trade -βέβαια αμέσως έγινε κι αυτή κατά κάποιον τρόπο σαν ένα major label, υπογράφοντας μπάντες όπως οι The Smiths. Από την άλλη υπήρχαν τα τελευταία κάρβουνα του punk που ακόμη σιγόκαιγαν σε αυτή την πιο “ραφιναρισμένη” εκδοχή του είδους που έγινε γνωστό ως post – punk. Και φυσικά δεν υπήρχε το internet, οπότε ο ρόλος του μουσικού Τύπου ήταν πολύ σημαντικός, το ραδιοφωνικό show του John Peel στο BBC ήταν το Α και το Ω. Θυμάμαι που μας κάλεσαν μια φορά στην εκπομπή τελευταία στιγμή κι εμείς αποφασίσαμε να γράψουμε τέσσερα ολοκαίνουρια τραγούδια για αυτό το session. Οποιαδήποτε άλλη μπάντα θα έπαιζε το ήδη υπάρχον υλικό της και τα singles της αλλά εμείς νιώθαμε τόσο γεμάτοι από αυτοπεποίθηση εκείνον τον καιρό. Και φυσικά για ένα από αυτά τα τραγούδια δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε εγκαίρως κάποιο όνομα, δεν υπήρχε χρόνος οπότε το είπαμε “There Was No Time”».
Οι Sad Lovers and Giants μπορεί να ανδρώθηκαν στις ένδοξες και ορθόδοξες του post – punk σε ένα από γεωγραφικά επίκεντρα του είδους, την Αγγλία, ωστόσο κατάφεραν να κερδίσουν το μεγάλο στοίχημα για την post – punk μπάντα εκείνης της δεκαετίας και να έχουν ένα σταθερό μουσικό μέλλον -και ως εκ τούτου παρόν- εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια – πάντα βέβαια με τα όποια επιβεβλημένα διαλείμματα «καλλιτεχνικής αγρανάπαυσης». Πώς νιώθουν οι Sad Lovers and Giants μετά από τέσσερις δεκαετίες μουσικής ζωής; Πόσο διαφορετικοί είναι οι SLAG του του υπέροχου εκείνου ντεμπούτου Epic Garden Music του 1982 με εκείνους του Mission Creep του 2018; «Προσωπικά έμαθα πώς να τραγουδάω κανονικά(!). Μπήκα σε χορωδίες και τραγούδησα σε κλασσικά κονσέρτα κάτι που με βοήθησε στο τραγούδι μου για την μπάντα. Νομίζω ότι όλοι βρεθήκαμε σε μια καλύτερη θέση προκειμένου να κατανοήσουμε σε βάθος τη μουσική μας και να διευρύνουμε τις κατευθύνσεις και τα όρια μας, χωρίς όμως να χάσουμε αυτήν την ιδιαίτερη ποιότητα των Sad Lovers and Giants.
Έχει αλλάξει βέβαια και η τεχνολογία, οι τεχνικές και μέθοδοι στο studio και οι αξίες της σύγχρονης παραγωγής είναι πολύ διαφορετικές. Για παράδειγμα αν είχαμε ηχογραφήσει το πρόσφατο album μας, το Mission Creep με τον τρόπο που γράψαμε το Epic Garden Music, το αποτέλεσμα θα ακουγόταν πολύ ερασιτεχνικό, με τα σημερινά δεδομένα. Ακριβώς αυτή ήταν η πρόκληση στο τελευταίο μας album: να γράψουμε και να ηχογραφήσουμε ένα SLAG album που να ηχεί σύγχρονο – και ευτυχώς ο κιθαρίστας μας Tony McGuiness είναι παγκόσμιας κλάσης παραγωγός.
Για εμάς, πάντως, όλα αυτά τα 40 χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα, υπήρχαν, βέβαια, μεγάλες περίοδοι παύσεων που δεν κάναμε καθόλου εμφανίσεις, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1990, αλλά και διαστήματα που δουλεύαμε στο studio ηχογραφώντας χωρίς να παίζουμε ζωντανά, όπως για παράδειγμα το 2002 που κυκλοφορήσαμε το album Melting in The Fullness of Time. Κάθε φορά, ωστόσο, που υπήρχε ένα κενό το ενδιαφέρον για την μπάντα μεγάλωνε οπότε πάντα στο τέλος καταλήγαμε να βγούμε πάλι στον δρόμο για περιοδεία. Ήρθαμε το 2009 να παίξουμε στην Αθήνα, στο Gagarin και έκτοτε δεν σταματήσαμε καθόλου τα gigs, περιλαμβανομένης μιας μεγάλης περιοδείας στην Αμερική».
Αυτά τα 40 χρόνια οι Sad Lovers and Giants τα πέρασαν -εκτός από γρήγορα και δημιουργικά- διατηρώντας πάντοτε ένα ιδιαίτερα μετρημένο προφίλ, χωρίς ποτέ πολλές φανφάρες, χωρίς διαδικτυακούς παλιμπαιδισμούς και περιορισμένες εμφανίσεις και συνεντεύξεις – κρατώντας μια στάση δηλαδή -σχεδόν για- συλλέκτες, απολαμβάνοντας ωστόσο την καλτ «ανακάλυψη» της μουσικής τους και ένα νέο κύμα λατρείας από νέους, γεννημένους στα ‘90s και στα ‘00s. «Είναι επιλογή μας να κρατάμε χαμηλό προφίλ μέχρι ένα σημείο. Το κοινό που μας ακολουθεί μπορεί πάντα να μάθει που παίζουμε ή αν έχουμε κάποια νέα κυκλοφορία από το site μας και τη σελίδα μας στο Facebook. Σε αυτό το σημείο της καριέρας μας δεν πρόκειται έτσι κι αλλιώς και δεν επιδιώκουμε να φτάσουμε στη μαζική αγορά μέσω της διαδικτυακής δραστηριότητας. Η μουσική, άλλωστε, μιλάει από μόνη της, το τραγούδι μας “Colourless Dream” χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα στη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix The Andy Warhol Diaries, οπότε, ποιος ξέρει, μπορεί και να μπούμε σε αυτή τη μαζική αγορά και από άλλο δρόμο.
Σε κάθε περίπτωση είναι μεγάλη τιμή και χαρά για εμάς που η μουσικής μας ακούγεται ακόμα, που την ανακαλύπτουν νέα παιδιά μέσω του YouTube και των άλλων σύγχρονων μέσων. Παίξαμε πρόσφατα το Epic Garden Music στο Λονδίνο και το κοινό ήταν κυρίως νέοι άνθρωποι που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος. Συγκινήθηκα πολύ εκείνο το βράδυ γιατί πάντα ένιωθα ότι αξίζαμε μεγαλύτερη επιτυχία από αυτήν που είχαμε τότε και αυτό το κοινό έμοιαζε να συμφωνεί απόλυτα μαζί μου. Το ίδιο θέλουμε να ζήσουμε και στην Αθήνα.
Με όλη αυτήν την αγάπη των νεότερων ηλικιών, νέων που δεν έζησαν στα ‘80s, δικαιώνεται κατά κάποιον τρόπο και η επιλογή μας, τότε, να τα κάνουμε όλα με τους όρους μας και να μην αλλάξουμε αυτό που γράφουμε για να “ταιριάξουμε” με την αγορά. Βέβαια, όπως είπα και πιο πριν, ήταν και η μουσική των ‘80s που ήταν πραγματικά πού καλή, πολύ δημιουργική, οι άνθρωποι έπαιρναν ρίσκα προσδοκώντας και φιλοδοξώντας να γίνουν αυτόνομοι καλλιτέχνες. Κι αυτή η δημιουργικότητα υπήρχε παντού, και στα εξώφυλλα των δίσκων, στο artwork, στα video clips. Και μην ξεχνάμε ότι στη Μεγάλη Βρετανία τότε η οικονομία δεν πήγαινε καθόλου καλά, ολόκληρες κοινότητες είχαν καταστραφεί από την οικονομική κρίση – παρόλα αυτά όλο αυτό σαν να έκανε τους νέους ανθρώπους πιο δημιουργικούς. Νομίζω ότι η μουσική των ‘80s είχε να κάνει με την ελπίδα – κάτι που πάντα θα χρειαζόμαστε και θα θέλουμε».
Για το τέλος ζητήσαμε από τον Garçe Allard 5 δίσκους που επηρέασαν περισσότερο τους Sad Lovers and Giants και 5 δίσκους που ακούει ξανά και ξανά απνευστί όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ακούστε τους κι εσείς δυνατά προετοιμαζόμενοι για τη διπλή συλλεκτική εμφάνιση των Sad Lovers and Giants στις 20 και 21 Μαΐου στο An Club, περιμένοντας αυτή τη μουσική ελπίδα των ‘80s να ανάψει ξανά στη σκηνή του.
Οι 5 δίσκοι που επηρέασαν περισσότερο τους Sad Lovers and Giants
- Ziggy Stardust - David Bowie
- Unknown Pleasures - Joy Division
- Dark Side of The Moon - Pink Floyd
- Kilimanjaro - The Teardrop Explodes
- Faith - The Cure
Οι 5 δίσκοι που ο Garçe Allard ακούει ξανά και ξανά από την αρχή μέχρι το τέλος
- Dark Side of the Moon – Pink Floyd
- Court of the Crimson King - King Crimson
- The Unforgettable Fire- U2
- Automatic For the People - REM
- Neu 75 - Neu