Η 3η μέρα μας βρήκε να βαδίζουμε προς τον χώρο του 013 αντιμέτωποι με το δίλημμα μεταξύ της fan-based setlist των funeral doomsters Sceptisicm και της πληθωρικής παρουσίας των Naðra. Αντιπαράθεση όμως που, ευτυχώς ή δυστυχώς, λύθηκε ως δια μαγείας, μιας και η ελλιπής ηχοληψία χαντάκωσε τα υπερβατικά leads των Ισλανδών σε ένα βάραθρο ακατανόητων ήχων.
Οι Skepticism, από την άλλη, χαίραν άριστων συνθηκών, με το ταμπούρο τους πιο τραγανό από ποτέ και την καταδίκη όσο πένθιμη προλόγιζαν οι κοστουμαρισμένες μορφές τους. Δεν θα ήταν υπερβολή, δηλαδή, αν τους κατατάσσαμε στις καλύτερες ζωντανές μπάντες του ήχου, έστω κι αν δεν είχαμε το ευτύχημα της απόδοσης του πολυαγαπημένου "The Arrival".
Ο John Haughm, καθόλα χαμένος εν μέσω ενός σαμανικού ηχοτρόπιου αντικατοπτρισμών, μας ταξίδεψε στο παρθενικό του ambient ταξίδι στο πλευρό των Δανών Saturnus. Οι ίδιοι οι Saturnus, βέβαια, δεν απόθεσαν τα μπαγκάζια τους σε μια σύντομη στάση στο Roadburn, παρά συνέχισαν στην καθορισμένη περιοδεία τους, προς ελαφρά απογοήτευσή μας. Ο Haughm λοιπόν εντυπώθηκε αρκετά διαφορετικός εν συγκρίσει με την περσόνα των Agalloch, έστω κι αν η ένδυση της Άγριας Δύσης συνοδεύτηκε από ...αληθινό οστό ανθρώπου, κατά την καταπόνηση της ταλαίπωρης ταστιέρας του. Οι εντυπώσεις του κοινού διχάστηκαν εν τέλει ευδιάκριτα, μιας και η ambient μουσική δεν αποτελεί εύπεπτη προσφορά για τον κάθε ενδιαφερόμενο.
Στο Her Patronaar, από την άλλη, είχαμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε τους Galley Beggar, μια εξαμελή folk rock μπάντα την οποία επέλεξε προσωπικά ο Lee Dorrian. Τα ζεστά γυναικεία φωνητικά συνοδεύονταν από ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες, με το μπάσο, το βιολί και τα τύμπανα να συμπληρώνουν τον ήχο. Η vintage αισθητική τους εγκαθιδρύθηκε χάρη στα ψυχεδελικά τους περάσματα, αλλά και χάρη στις όμορφες μα μελαγχολικές μελωδίες και τους ποικίλλους χρωματισμούς, που προσέδωσαν έναν διαφορετικό τόνο στην 3η ημέρα του Roadburn 2016.
Οι Tau Cross, από την πλευρά τους, κυκλοφόρησαν μεγάλο δίσκο, τέτοιον που η σκηνική του απόδοση άγγιξε τα υψηλότερα highlights του φεστιβάλ. Και ναι, είμαι τόσο κάθετος, γιατί μια σύμπραξη του «Βαρώνου» των Amebix και του Away των Voivod δεν θα μπορούσε παρά να διατηρεί το αειθαλές άγγιγμα ενός φευγάτου Μίδα. Γενικά, βέβαια, είναι αλήθεια πως έχει παρατηρηθεί μια τάση σύμφωνα με την οποία τα απανταχού supergroups παίρνουν πλέον κάπως πιο σοβαρά τον εαυτό τους. Το ίντερνετ άλλωστε διαθέτει άμεσα και δωρεάν τη μουσική σε όλους, κι έτσι τυχόν ατασθαλίες δεν περνούν πια απαρατήρητες.
Για τους Misþyrming και τους Converge στην ειδική "Blood Moon" setlist δεν θα επεκταθούμε ιδιαίτερα, παρά τις μυθικές συμμετοχές του Steve Von Till και της Chelsea Wolfe στους δεύτερους. Ο λόγος είναι πως οι Misþyrming αποδείχθηκαν αρκετά κατώτεροι σε σχέση με την εμφάνισή τους στο περσινό Nidrosian Black Mass (και λίγο άτυχοι, ενδεχομένως). Το σύνολο λοιπόν της ισλανδικής επίθεσης στο Roadburn κρίνεται ισχνό, βάσει όσων σχημάτων παρακολουθήσαμε. Οι Converge, πάντως, ήσαν καθόλα άψογοι: ως καίριο αίτιο της αποστροφής μας δεν προβάλλει παρά μια αποστράγγιξη των εσωτερικών μας αποθεμάτων.
Ούτε στους Dead To A Dying World κατάφερα να δώσω βάση, ωστόσο, μιας και καθόμουν καταγής, αναμένοντας το μοιραίο –παρά μάλιστα την άφθαστη συνέπειά τους, παρόμοια ίσως με τη μαγνητικότητα των Jacob ή με τη δυσαρμονική καταδίκη των Chaos Echoes. Η 3η και η 4η Roadburn ημέρα συγχωνεύονται άλλωστε εδώ στις εντυπώσεις μας, μιας και η μέρα γίνεται νύχτα, αλλά και ο χρόνος συγχέεται με την έννοια του τόπου. Για να έρθουμε εδώ να θυμηθούμε τις αντίξοες συνθήκες που αναφέραμε στους Cult Οf Luna, των οποίων ο ήχος ήταν μεν άψογος, μα το αντίξοο της όλης φάσης βρισκόταν στο ότι άνοιγαν το γενικό event.
Το ίδιο μειονέκτημα αντιμετώπισαν και οι Green Carnation την τελευταία μέρα, για τους οποίους θα σας παραπέμψω στο αντίστοιχο report από το φετινό Blastfest (εδώ). Ο λόγος είναι πως η εμφάνιση άγγιξε παρόμοια επίπεδα, έστω κι αν το στοιχείο της έκπληξης απουσίαζε, ενώ αψεγάδιαστη υπήρξε και η φύση των φωνητικών –αν και κάποια μεμπτά σημεία παρατηρήθηκαν σε μερικά πιο υψίφωνα στιγμιότυπα. Βέβαια, δεν είχαν την ατυχία να κλείνουν το φεστιβάλ σαν τους Buried At Sea, οι οποίοι μετά την εμφάνιση των Neurosis εντυπώθηκαν ως κάτι σαν φτωχοί συγγενείς από το Άρκανσο. Είναι ασφαλώς και το υλικό του Light Οf Day, Day Οf Darkness από μόνο του, καθώς δύναται να φέγγει ακόμη και στις πιο άγουρες χρονικά συναυλιακές θέσεις.
Το καταλάβατε, επομένως, πως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένας πρόλογος για τις από κοινού εμφανίσεις των Neurosis στο πλευρό της Church Οf Ra και της κλειστοφοβικής μα εστιασμένης κολεκτίβας των Amenra. Ήταν άλλωστε στα πλαίσια του Beyond The Pale (2009), στον ίδιο χώρο, όπου οι δύο μπάντες συνειδητοποίησαν πόσα κοινά φέρουν, οπότε κι αποφάσισαν να προβούν σε μια πιο εκτεταμένη συνεργασία. Πρώτο της βήμα, αποτέλεσε η περιοδεία που ανακοινώθηκε σε σύντομο διάστημα, έπειτα από την πρώτη τους συνδυαστική εμφάνιση στο Roadburn.
Οι Amenra, λοιπόν, αυτή τη φορά εκτέλεσαν (τον εαυτό τους, το κοινό ή τα ψυχικά αποθέματα που φέρουν οι ίδιες οι Μοίρες) δύο εμφανίσεις, με τη μία να έγκειται στη σφαίρα του Afterlife και της ψυχοβγαλτικά ακουστικής της περσόνας. Για την ηλεκτρική εμφάνιση δεν θα μιλήσω, παρότι φάνταζε ωσάν οι τένοντες να έδιναν χώρο σε κάποιο σκουριασμένο καρφί –είτε ως Σταύρωση εαυτού, είτε ως Κάθαρση από τα βάρη ενός ολόκληρου κόσμου. Κι αυτό γιατί η ακουστική τους πλευρά ήταν πιο βίαιη: μια βία όμως δύσκολο να την αντιληφθεί κανείς, η οποία διαθέτει καθόλα εσωστρεφείς τάσεις.
Η έννοια του κύκλου φέρει μια πτυχή ελιτισμού σε ανάλογες μουσικές, μόνο που στην περίπτωση των Amenra έχει τελείως διαφορετικές ερμηνείες. Πρόκειται για μια τελετή, είτε ανάνηψης, είτε κλιμακώμενου θρήνου, στην οποία η φωνή μένει απρόσωπη για το κοινό, αλλά τα φώτα στο πάτωμα φέγγουν σε απόλυτη εναρμόνιση με τις γραμμές της. Νομίζω πως η ζωντανή αυτή εμπειρία αντικατοπτρίζει και πόσο σφαιρικά η παιδεία των Amenra έχει ενσωματώσει τις εσώτερες αρετές του Aenima: το φως παίζει με το σκοτάδι σε μια εσωτερική μάχη, στην οποία η καταδίκη, η κάθαρση, αλλά και η υπέρβαση εαυτού παρακινούν το τρίτο μάτι να ανοίξει βλέφαρο στη δική του διάσταση.
Η περίπτωση των Neurosis, όμως, ήταν ακόμα πιο ζόρικη. Ένιωθα ήδη καταβεβλημένος από την αναμονή κάπου στο set του Blood Moon, μιας και κάθε ζωντανή εμπειρία αυτής της μπάντας αποτελεί μια απόκρυφη, εσωτερική μάχη. «Πώς νιώθετε να επιστρέφετε πίσω στις εποχές που γράψατε τα Souls At Zero και Through Silver In Blood;», ρώτησε ένας απορημένος παρευρισκόμενος, στα πλαίσια ενός Q&A session που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα. «Είναι δύσκολα», του απάντησε ο Scott Kelly, αφήνοντας μια λεπτή σιγή να ακολουθήσει τη φράση του.
Το να αναφέρω κάποια «setlist», νομίζω θα ήταν το λιγότερο περιττό, πέραν του ότι δεν άκουσα για μία ακόμη φορά ένα από τα τρία τραγούδια που είναι τόσο σημαντικά σε προσωπικό επίπεδο (δηλαδή, τα "From The Hill", "Origin" και "The Eye Οf Every Storm"). Έπαιξαν όμως το "The Web", με τον κόσμο στις πρώτες σειρές να φωνάζει σα να μην υπάρχει αύριο και τον ιδρώτα να κυλά σαν ραδιενεργό υγρό. «Your Web is My Time» άκουγες ως σύσσωμη κραυγή, με τις λέξεις να στάζουν ενέργεια, όσο ο Kelly παραλίγο να κόψει την ταστιέρα σαν ξερό κλαδάκι. Αν και η αλήθεια είναι πως όλοι οι Neurosis παρουσιάστηκαν πιο φορτισμένοι στην πρώτη εκ των δύο εμφανίσεων, στην οποία και έκλυαν όλα τους τα απωθημένα. Ακόμα και ο ίδιος ο ήχος έμοιαζε τερατώδης, με κάθε τους riff να εξαπολύει ένα τιτάνιο ωστικό κύμα.
Ενδεχομένως και να θεωρείτε όλα τα παραπάνω υπερβολές. Η αλήθεια είναι πως, έπειτα από 4 φορές που έχω συνολικά παρακολουθήσει τους Neurosis, θεωρώ πως στη συναυλία της Αθήνας το 2014 (δες εδώ) βιώσαμε μόνο το 50% του τι δύνανται να δώσουν. Δείχνει ως μια λυπηρή πραγματικότητα αυτή, αλλά το Roadburn Festival είναι το σπίτι τους και το Main Stage o Ναός τους. Ακόμη και στα απανωτά λάθη που αντιληφθήκαμε στις εκτελέσεις των "The Tide" και "The Doorway", δηλαδή, ούτε που ενοχληθήκαμε ιδιαίτερα, ελέω των γενικότερα ηγεμονικών συνθηκών. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε πως θα έπρεπε να παίζουν κάθε χρόνο στο Roadburn, ούτε και να χαρακτηρίσουμε την 4ωρη setlist τους (η οποία κάλυψε όλες τους τις περιόδους) ως την απόλυτη Neurosis εμπειρία για τους οπαδούς.
Για το κλείσιμο, ωστόσο, θα κάνουμε την αλλαγή και θα αναφερθούμε στους περιπλανώμενους Blood Ceremony από τον Καναδά. Το σύνολο των παρευρισκόμενων, μαζί με τον κυρίως συντάκτη, είχε απορροφηθεί στον απόηχο του Main Stage, καθόσο λιγοστοί σχετικά πιστοί ανυπομονούσαν να δουν μία από τις καλύτερες μπάντες του retro/occult rock κινήματος. Η ταλαντούχα frontwoman Alia O’Brien με την εκστατική της παρουσία και τις «δαιμονικές» γκριμάτσες, μας μάγεψε πάντως δίχως να επηρρεάζεται καθόλου από τον χειρισμό των πλήκτρων ή από το πανέμορφα κελαρυστό της φλάουτο. Τα αργά και βαριά α-λα-Iommy riff με τις δυναμικές μπασογραμμές ακολουθούσαν μια 1970s αισθητική τρόμου, μέσα από psych doom, acid rock και folk ήχους. Όσοι ήταν εκεί, επομένως, σίγουρα γοητεύτηκαν από τη μυστήρια και σκοτεινή ατμόσφαιρα, ο ίδιος μάλιστα δεν είχα αμφιβολία πως η βραδιά αυτή θα έκλεινε με τον πιο αξέχαστο τρόπο.
Σημείωση: Ο Θεμιστοκλής Ζιάγκος έγραψε για τους Galley Beggar και Blood Ceremony
{youtube}_6OkGaTyWyE{/youtube}