Υπάρχουν μπάντες, οι οποίες δεν έχουν μόνο την «ευλογία» του ταλέντου και της χημείας αλλά και το άστρο της τύχης που τις οδηγεί σε μια, σχετικά, γρήγορη επιτυχία. Η κιθαριστική σκηνή του Λονδίνου και της Μεγάλης Βρετανίας έχει κάμποσα παραδείγματα να επιδείξει τα τελευταία πέντε – έξι χρόνια, σαρωτικές παρέες εικοσάρηδων που έχουν σηκώσει ξανά τις κιθάρες ψηλά και πάνε από το καλό στο καλύτερο. Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα συγκροτήματα που το ζουν και το προσπαθούν ακόμα “the-hard-way”, που δυσκολεύονται να τραβήξουν το βλέμμα των μεγάλων παραγωγών, έχουν day jobs και πίνουν νερό στο όνομα των live, στα οποία τα δίνουν όλα, τιμώντας τα ως τη συνθήκη που τους κρατάει ζωντανούς και το μελλοντικό τους εισιτήριο για κάτι καλύτερο.
Οι Crows, η μπάντα του James Cox που προέκυψε το 2015 από τη μετεξέλιξη ενός άλλου σχήματος, του Jim Crow & The Murders, ενεργού από το 2010, είναι από εκείνες τις περιπτώσεις συγκροτημάτων στα οποία δεν χαρίστηκε τίποτα, και βλέπουν την τύχη να τους χαμογελάει πολύ δύσκολα, μετά από πολύ κόπο, τρέξιμο και αγώνα, δουλεύοντας σε food trucks την ημέρα και γυρνώντας άδοξα από label σε label στον ελεύθερό τους χρόνο, κρασάροντας από studio σε studio, γράφοντας με το σταγονόμετρο τα τραγούδια τους. Ο πρώτος τους δίσκος, Silver Tongues, κυκλοφόρησε μόλις το 2019, εννέα δηλαδή χρόνια από τότε που ξεκίνησαν να το παλεύουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο- μια κυκλοφορία που χρωστάει την ύπαρξη της στο πείσμα και την αλήθεια αυτής της μπάντας, συστατικά που δεν άφησαν αδιάφορο των John Talbot των IDLES ο οποίος, έχοντας ήδη στο ραντάρ του τους Crows, αφού όλο και σε κάποιο live θα τους είχε τσεκάρει, έβγαλε τον δίσκο στο label που διατηρεί με τον manager των IDLES, Mark Bent, την Balley Records.
Το Silver Tongues, σκοτεινό και θορυβώδες, ήταν σαν μια κραυγή απελευθέρωσης από εννιά χρόνια γρουσουζιάς, ένα κύμα βαρύ και σκιώδους κιθαριστικού psych punk ήχου. Με ένα ντεμπούτο κομμένο και ραμμένο για να δώσει στους Crows μια επάξια θέση στις λίστες των ανερχόμενων και πολλά υποσχόμενων συγκροτημάτων που έφερε στο επίκεντρο το κιθαριστικό revival του Ηνωμένου Βασιλείου θα έλεγε κανείς ότι είχαν βρει τη στιγμή τους. Θέλοντας να εκμεταλλευτούν αυτό το momentum οι Crows μπαίνουν στο studio φορτσάτοι για να ηχογραφήσουν το δεύτερο album τους, που είχαν ήδη γράψει από το καλοκαίρι του 2019, Beware Believers, στοχεύοντας σε μια γρήγορη follow – up κυκλοφορία. Όπως, όμως, συχνά έχει συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, στιγμή ήταν που πέταξε και χάθηκε, εν προκειμένω στο χαοτικό κύμα της πανδημίας που καθήλωσε όλον τον κόσμο τους πρώτους μήνες του 2020.
Οι Crows, που μόλις είχαν μπει στον δισκογραφικό χάρτη και χωρίς να έχουν προλάβει να αποκτήσουν τις πλάτες κάποιας ισχυρής δισκογραφικής, έχασαν όλη τη φόρα και τη δυναμική που τους είχε χαρίσει το ντεμπούτο τους καθώς και το εισόδημά τους από τις live εμφανίσεις που εύλογα ανέμεναν να αυξηθεί σημαντικά με το πρώτο τους επιτυχημένο δισκογραφικό βήμα. To Beware Believers μπήκε στον πάγο μέχρι νεωτέρας και ξαναβγήκε μόλις την άνοιξη του 2022, οπότε και κυκλοφόρησε από την Bad Vibration Recordings.
Πολλά έχουν γραφτεί για το λεγόμενο “post – Brexit” κιθαριστικό νέο κύμα που ανέδειξε μπάντες όπως οι Squid, οι Shame, οι Dry Cleaning, οι Black Country New Road, οι Yard Act, οι Black Midi -άλλες για σωστούς, άλλες για λάθος λόγους- όμως λίγοι είναι οι δίσκοι που πραγματικά δίνουν νόημα και ουσία σε μια τέτοια νεολογιστική -και συχνά αμφιλεγόμενη- τυπολογία. Το Beware Believers αν και κυκλοφορεί επίσημα σε μια περίοδο που όλο αυτό το κύμα αρχίζει να ξεθυμαίνει με τους πρωταγωνιστές του να τραβάνε τη δικιά τους εξελικτική οδό ο καθένας, μπορεί άνετα να καταχωρισθεί ως ένας απόλυτος post–Brexit δίσκος, βγαλμένος από τα βάθη των κοινωνικών προβλημάτων της νέας βρετανικής κοινωνίας της τελευταίας δεκαετίας.
Ένα play στο εθιστικό lead single “Garden of England” ή στα καταγγελτικά για το κράτος πρόνοιας και την παράνοια της βρετανικής πρωτεύουσας “Closer Still” και “Slowly separated” αντίστοιχα, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο πλούσιο στην ακαριαία απήχηση της ωμής κιθάρας, των punk riffs και των αιχμηρών beats των χορδών. Αυτό που είχε σχεδιαστεί ως ένας «γρήγορος δεύτερος δίσκος» που θα «κλείδωνε» την επιτυχία αποδείχτηκε άλλη μια δύσκολη και κοπιώδης πίστα για τους Crows ανταμείβοντας τους ωστόσο με διθυραμβικές κριτικές, μια θέση στην περιοδεία των Wolf Alice και μια δεύτερη ευκαιρία ενός πολύ καλού εφαλτήριου για τη μετέπειτα καριέρα τους.
Με αυτόν τον δίσκο υπό μάλης και την εξαιρετική live φήμη που έχουν αποκομίσει στις λονδρέζικες σκηνές οι Crows έρχονται και στην Ελλάδα, στις 12 Ιανουαρίου για να δώσουν τα διαπιστευτήρια τους στη σκηνή του Temple στο αθηναϊκό κοινό που έχει αποδείξει με τη σειρά του ότι πιστεύει ακόμα στις κιθάρες και ξέρει πολύ καλά πώς να υποδέχεται τους άξιους πρεσβευτές της. Όπως δηλώνει ο James Cox, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, τα live είναι η απόλυτη προτεραιότητα των Crows, η στιγμή που νιώθουν απόλυτα χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που κάνουν αυτό που κάνουν. Κι όταν μια μπάντα που ξέρει πώς να μην το βάζει κάτω και να κάνει σωστό σαματά με την πανάρχαια συνταγή κιθάρα-μπάσο-drums το λέει και το πιστεύει αυτό το μόνο που μπορεί να περιμένει κανείς είναι ένα live – δυναμίτη. Beware Believers.
Για εισιτήρια και πληροφορίες πατήστε εδώ