Madeleine Peyroux at Sani Festival 2024

Μέσα σ' αυτές τις (σχεδόν) τρεις δεκαετίες που ασχολούμαι ενεργά με τα της μουσικής βιομηχανίας, αλλά και με αυτά των πάσης φύσεως εκδόσεων στη χώρα μας, από την ίδρυση αυτού του μέσου, έχω περάσει κι εγώ από τη διαδικασία της απομυθοποίησης καλλιτεχνών και ανθρώπων της αγοράς και μπορώ ίσως πιο εύκολα να εξηγήσω και τη συνέχεια στον χρόνο για κάποιους και το peak που γίνεται πάτωμα μετά από κάποια χρόνια και για το ότι δεν έχουμε καταφέρει, ειδικά τα τελευταία χρόνια, να έχουμε στην Αθήνα ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ άξιο αναφορών.

Δεν είναι καθόλου εύκολο, βέβαια, όσο κι αν κάποια ευρωπαϊκά φεστιβάλ όλα αυτά τα χρόνια μεγάλωσαν, έγιναν πραγματικοί προορισμοί - μέρος του προγραμματισμένου φεστιβαλικού τουρισμού κι όχι "με την ευκαιρία". Χρειάζεται αρκετούς ανθρώπους με υπόβαθρο, σε διαφορετικά πόστα (εμπορικό, media, παραγωγής) και δυστυχώς μόνο η μουσική και η αγάπη γι' αυτή, δεν φτάνει. Θυμάμαι στα πρώτα χρόνια του άγνωστου Primavera Sound Festival, πόσο αφύσικο, πρωτόγνωρο έμοιαζε το αγκάλιασμα των δημοσιογράφων από όλο τον κόσμο (φαινόταν σαν παιδική χαρά στην εδώ indie νομενκλατούρα το πόσο εύκολα -για τα δικά μας μέτρα και σταθμά- έδιναν τα δημοσιογραφικά πάσα), αλλά βέβαια οι άνθρωποι εκεί έβλεπαν πολύ πιο μακριά. Κάθε δημοσίευμα γι' αυτούς, που ίσως να είχε και φωτογραφίες χορηγών, ήταν ακόμα ένα μεγάλο εμπορικό -πέρα από επικοινωνιακό- βήμα ανάπτυξης. 

sanifestival24_5

Όσο περνάνε τα χρόνια, λοιπόν, και βλέποντας την αδυναμία εντός πρωτεύουσας να δημιουργηθεί ένα πραγματικά ευρωπαϊκής απήχησης/φήμης φεστιβάλ, αντιλαμβάνομαι πόσο ακόμα πιο δύσκολο είναι να δημιουργήσεις και να κρατήσεις ενεργό ένα φεστιβάλ για τρεις και βάλε δεκαετίες στη Χαλκιδική. Δεν θα σταθώ στα ονόματα που έχουν περάσει από το Sani Festival, αν και έχουν και αυτά τη σημασία τους. Και τις κλήσεις των ονομάτων μπορεί να αποδομήσει κανείς, στα πλαίσια των ανωτέρω, και το κοινό, και τα δύο συνεχόμενα βραβεία στον διακεκριμένο θεσμό των World Travel Awards και όλα. Ακόμα και τα αφιερώματα που κάθε χρόνο, σκόρπια σε site του world/jazz χώρου, το προτείνουν στα καλύτερα φεστιβάλ. Ή το πώς προσπαθούν να συνδυάσουν κάθε φορά καλλιτέχνες από ένα πολύ πιο ευρύ φάσμα από το αρχικό που είχε στον πυρήνα του τη jazz. Όταν όμως έχεις παρακολουθήσει εκεί project όπως το περσινό του Σταύρου Ξαρχάκου, με την φοβερή ισορροπία σεβασμού και αναδόμησης μιας παράδοσης με κοινό άξονα τα βασικά μουσικά λαϊκά όργανα των Ελλήνων του Πόντου και της Κρήτης, ή αυτό του διονυσιακού neo-folk χαρακτήρα του Bob Geldof, που έφερε την ιρλανδική παράδοση στην εξίσωση, καταλαβαίνεις πολύ περισσότερα. Κι όσο γνωρίζεις τους ανθρώπους που είναι σε όλα τα πόστα στο Sani Festival και στο Sani Resort και το πώς αντιμετωπίζουν τη δουλειά και τους ανθρώπους γύρω από αυτήν, τόσο καταλαβαίνεις και εξηγείς πολύ περισσότερα. Άνθρωποι που μπορεί να αλλάζουν, αλλά ως δια μαγείας και οι επόμενοι έχουν τις ίδιες αξίες, λογική, κατάρτιση και προφανώς και κατεύθυνση. Τίποτα, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο.

Αυτή τη χρονιά επιλέξαμε να δούμε στο Sani Festival μια καλλιτέχνιδα που ζει αυτό τον καιρό την πιο δημιουργική της φάση. Μπορεί να είναι θεωρητικά και η πιο δύσκολη φάση της Madeleine Peyroux, καθώς τώρα αναμετράται πολύ περισσότερο με το καλλιτεχνικό όραμά της, αλλά είναι και η πιο απολαυστική. Δεν έχεις ποτέ μεγάλες προσδοκίες από την ίδια ως προς την κλασική αμφίδρομη επικοινωνία με το κοινό, φυσικά, αλλά κάθε φορά έχει κάτι να πει. Κι αυτή τη φορά, με ένα ολοκαίνουργιο δίσκο με αποκλειστικά νέες συνθέσεις -με άρωμα αμερικανικού νότου κυρίως- και όλα όσα έχει να πει η ίδια μέσα από τους στίχους της, δεν κάναμε λάθος.

sanifestival03

Η βραδιά του Σαββάτου ξεκίνησε κάπως αμήχανα, αν και επιλέχθηκε το ζεστό και γήινο "Don't Wait Too Long", το μοναδικό αυθεντικό κομμάτι από το 2ο (και πιο δημοφιλές μέχρι τώρα) άλμπουμ της, Careless Love. Αυτό το άλμπουμ, που πριν 20 χρόνια την έκανε ένα από τα πιο hot ονόματα της nu-jazz/smooth jazz, έγινε χρυσό στη χώρα μας και επανακυκλοφόρησε πριν 3 χρόνια, μάλιστα, σε φοβερή έκδοση, έβαλε σε πολύ περισσότερο κόσμο το φυτίλι της ομοιότητας με τη φωνή της Lady Day και έχει δικαιωματικά πάντα τη μερίδα του λέοντος στα set της.

Αμέσως μετά ακούσαμε ίσως την πιο αγαπητή διασκευή της για τους πιο μυημένους, το γλυκόπικρο "You're Gonna Make Me Lonesome When You Go" του Bob Dylan, ενώ από τον ίδιο δίσκο ακούσαμε την πιο αναγνωρίσιμη διασκευή της, αυτή στο "Dance Me to the End of Love" του Leonard Cohen και το "J'ai Deux Amours", το οποίο ερμήνευσε η Josephine Baker στα '30s.

Η πλειοψηφία, όμως, των (πρωτότυπων) κομματιών ήταν από την τελευταία δουλειά της, Let's Walk, που έγραψε μαζί με τον κιθαρίστα των Steely Dan, Jon Herington, ο οποίος τη συνόδευε επίσης στο live. Ακούσαμε το "Find True Love" με το χαρακτηριστικό "Make a little promise, learn how to die", το ξεσηκωτικό "Let's Walk", το country-folk "Please Come on Inside", το "Blues for Heaven" (που, ναι, κάνει όσα υπόσχεται), τη γαλλική στιγμή της, "Et Puis", το εξωτικό "Me and the Mosquito", το "Nothing Personal" (δεν είναι καθόλου personal μια σεξουαλική επίθεση), το -κατευθείαν από την παράδοση της Νέας Ορλεάνης- "Showman Dan" (το οποίο αφιέρωσε στον μέντορά της Danny Fitzgerald), και το σαρκαστικό για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον και τη διατροφική, βιολογική εμμονή (βάλτε και εμένα μέσα στους εμμονικούς), "Take Care". 

sanifestival06

Η πραγματική μαγεία της εξακολουθεί να είναι (και σε πιο έντονο βαθμό) η φωνή της. Δεν ξέρω και πολλά σύγχρονα παραδείγματα ερμηνευτριών που χρησιμοποιούν τη φωνή τους ως μουσικό όργανο (ή -τέλος πάντων- εμείς την αντιλαμβανόμαστε έτσι- από την Ελλάδα σίγουρα θα ξεχώριζα την Αγγελική Τουμπανάκη). Η Madeleine Peyroux φαίνεται να έχει διαγράψει χιλιόμετρα σε αυτό, το έχει κατακτήσει και το φέρνει στα μέτρα μιας τραγουδοποιού που δεν έχει ανάγκη να το προβάλλει. Είτε στις γνωστές της ερμηνείες αλά Billie Holiday, είτε σε σαφείς gospel λατρείες, είτε στο πένθιμο βαλς του "How I Wish", είτε σε μια γιορτή στημένη στη Νέα Ορλεάνη, είτε σε bluesy jazz ή honky-tonk απόπειρες. Θα μπορούσε να είναι η ίδια ακριβώς, σε μια μεγάλη σκηνή και σε μια παρέα, με την ίδια ακριβώς κιθάρα στα χέρια - και σε όποιον αρέσει, όποιος το πιάσει. Φαίνεται, δηλαδή, να το διασκεδάζει περισσότερο από ποτέ, με το δικό της, μοναχικό τρόπο και δρόμο. Ακόμα και αν το κοινό είναι απλά κολλημένο σε καρέκλες. Με τα καλά του και τα κακά του όλο αυτό, καθώς δεν είναι η performer που θα (ξε)σηκώσει το κοινό - δεν το θέλει και δεν θα το κάνει.

Η Madeleine Peyroux μεγαλώνει ωραία, χωρίς να χάνει όλα όσα την έκαναν αγαπητή: η ζωντανή εκδοχή των τραγουδιών της είναι πάντα πιο ζεστή και ωμή και η ίδια εξελίσσεται σε μία singer-songwriter άλλης εποχής, με κομμάτια βγαλμένα -λες- από την παράδοση της americana και στίχους που μοιάζουν προσωπικοί μέσα από το κοινωνικό τους μήνυμα. Αλλά και η ίδια, ακόμα και με ένα κοινό που δεν ήρθε κοντά της, αντλεί τη γοητεία της εν μέρει από αυτή τη χαλαρότητα που της προσφέρει το ότι έχει αποτινάξει πλέον την ταμπέλα της ερμηνεύτριας αγαπημένων κομματιών και απολαμβάνει τη δική της εκδοχή της παράδοσης, που έχει πολύ Αμερικανικό Νότο και μια δόση Παρισιού ή ακόμα και Καραϊβικής. Το χιούμορ, το δικό της χιούμορ, δεν είναι πια κρυμμένο σε σκοτεινά σημεία των κομματιών της. Βγαίνει προς τα έξω - έξω καρδιά, στις σχέσεις, στην πολιτική, στους προβληματισμούς της για την κοινωνία και το περιβάλλον. Είναι στοιχείο και των κομματιών και της εμφάνισής της, το υποστηρίζει περισσότερο από ποτέ, είτε τραγουδάει “Heaven, make room for a sinner like me”, είτε για πιο περιβαλλοντολογικά / διατροφικά θέματα στο σχεδόν spoken word "Take Care".

sanifestival02

Όσο μεγαλώνει, μάλιστα, θα είναι περισσότερο ο εαυτός της, μέσα από τις ρίζες της. Με τον ίδιο τρόπο που μεγαλώνουμε κι εμείς, με λιγότερες άγονες αμφισβητήσεις και περισσότερες ταυτίσεις. Όπως ακριβώς επιστρέφουμε στις ρίζες ή όπως μοιάζουμε (τρομακτικά) σε κάποιον από τους γονείς μας στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό το αβίαστο είναι και το μήνυμα, πέρα και πάνω από αυτό (του ομώνυμου κομματιού του νέου της άλμπουμ) για την κοινωνική δικαιοσύνη ή τις σεξουαλικές επιθέσεις. Παράλληλα, βέβαια, με την αίσθηση ότι όλοι λίγο-πολύ μεγαλώνουμε, αλλάζουμε, χαλαρώνουμε ή βλέπουμε ελαφρώς διαφορετικά τα πράγματα. Η ίδια το έχει αυτό: μπορεί να είναι πάντα αυτή που θα μπορούσαμε να φανταστούμε να παίζει σε ένα πεζόδρομο του κέντρου.

Και ειδικά το κλείσιμο με το απογυμνωμένο "La Vie En Rose" ήταν ιδανικό για να μας αφήσει στο τέλος και πάλι αυτή την αίσθηση.

Κάθε εμφάνισή της στη χώρα μας φέρνει στο μυαλό μας και μια διαφορετική κατάσταση που βιώσαμε. Πριν 13 χρόνια, για παράδειγμα, σχεδόν απολογητικά μας έδινε κουράγιο για την κατάσταση της χώρας μας και την κρίση που ερχόταν με τα μνημόνια, ενώ το 2016, σε σαφώς άλλο mood, έκανε καλαμπούρι για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, εξίσου απολογούμενη. Αυτή η φάση της, λοιπόν, είναι ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα με τους ήρωές της, τις ρίζες της και την καλλιτεχνική της φύση. Είναι εκείνη στα τραγούδια της και δεν είναι ένας εύκολος άνθρωπος, είναι όμως αληθινός και με μηνύματα. Στα τραγούδια της και σε όσα επικοινωνεί (με φειδώ) στη σκηνή, όπως το "Κανένας δεν μπορεί να είναι εντελώς ελεύθερος, αν δεν είναι όλοι ελεύθεροι", του βρετανού φιλόσοφου Herbert Spencer. Ή αυτό που άφησε σε όλους μας ως βασικό μουσικό συμπέρασμα για όσα ζήσαμε κλεισμένοι στα σπίτια μας στην αρχή αυτής της δεκαετίας: "there's no music without togetherness".

sanifestival04

Νομίζω ότι αυτό το live ήταν για πολλούς, αλλά προοριζόταν για λίγους. Είναι ένα live που θα μπορούσαν να το παρακολουθήσουν όλοι, αλλά να το βιώσουν, όπως εκείνη θέλει, λίγοι. Όσοι είχαν την υπομονή και την προσήλωση, δεν έχασαν. Και ειδικά μπροστά από το μαγευτικό σκηνικό του λόφου της Σάνης, σ' αυτό το υπέροχο μέρος που ευνοεί συναυλίες που έχουν αυτό το ονειρικό στοιχείο που αναμειγνύεται με την παράδοση.

Περισσότερα για το Sani Festival 2024 και το πρόγραμμά του μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured