Το παιχνίδι του κοινού με τη νοσταλγία χαράζει νέες μυθολογίες. Οι φετινές συναυλίες προαποφασισμένα θα μνημονεύονταν ως υπέροχες, δίχως κανένα μέτρο, εφόσον η βαθύτερη ανάγκη των θεατών ευνοούσε την a priori ατεκμηρίωτη κατάφαση στα γενόμενα. Διάολε, είναι τόσο φανταστικά όλα; Τόσο απίθανα και σημαντικά απανωτά συναυλιακά statements εξελίχθηκαν μπροστά στα μάτια μας (κυρίως σε αυτά, διότι όπως καταλαβαίνω οι οπτικές σκηνοθετικές εκλαϊκεύσεις είχαν τη μερίδα του λέοντος σε πολλές «αξιομνημόνευτες» συναυλιακές περιπτώσεις, παρά οι μουσικές «αποδόσεις»); Έχουμε εξημερωθεί με το επαρκές και το αληθινά υπερβατικό ούτε που μας παρακινεί να το επισκεφτούμε; Ή μήπως είναι η θεματολογία που όσο περισσότερο βιωμένη και συγγενής είναι, με ευκολία σε ανατάσσει; Όπως και να΄ναι, ο ορκισμένος ή έστω πάλαι ποτέ Pulp / Massive Attack / Smashing Pumpkins / Duran Duran φαν, ευκόλως θα «λυγίσει» τελικώς μέσω της μνήμης που θα τον ανανήψει στα επουράνια φαρδύ πλατύ, έστω και μέσω μιας άνευρης ή διεκπεραιωτικής πενιάς. Οι εξονυχιστικές αναλύσεις δικαίως περιττεύουν, κακά τα ψέμματα το sing-along είναι που μετρά, οπότε δεν τολμώ να αρθρώσω περαιτέρω σκέψεις που θα αναγνωστούν ως παλιομοδίτικος μπαρμπαδοελιτισμός.
Όσο περπατούσα προς ολοταχώς στα φλεγόμενα μάρμαρα του Ηρωδείου ναι μεν βασανιζόμουν με τα παραπάνω, όμως τελικά αυτές οι έγνοιες που με ακολουθούν και μετά το πέρας της συναυλίας του Charles Lloyd, δε με απασχόλησαν κατά τη διάρκεια αυτής, ώστε να βαράω αναρτήσεις μέσω κινητόπληκτων καρέ. Τώρα που γράφεται τούτη η ανταπόκριση, ας αποκαλυφθεί η αντίστοιχα δογματική προκατάληψη από μεριάς μου. Διότι προφανώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αφ’υψηλού, μια ακαδημαϊκού τύπου κρίση περί «κανονικών» μουσικών vs βιντεοϋποβοηθούμενων acts, όμως εδώ που έχουμε φτάσει ας τονιστεί πως την Πέμπτη 18 Ιουλίου του 2024, ένας εκ των δύο τελευταίων jazzmen που βαστούν το σαξόφωνο και βρίσκονται εν ζωή, έπαιξε για σχεδόν δύο ώρες, υπερβαίνοντας ασυζητητί τις προσδοκίες. Για τις τελευταίες έγραφα στο κείμενο που δημοσιεύτηκε προ ημερών ώστε να τον προϋπαντήσουμε και μέσω του Avopolis πως «ένα all star σχήμα με post bop, gospel, και free ιδέες σε φόρμες από standards και μη, πατροπαράδοτο μα και επίκαιρο, μιαν αληθινή ευκαιρία για να σεριανήσουν όσο εγγύτερα γίνεται στο διαχρονικό jazz φύσημα του σαξοφωνίστα. Οι όποιοι διάλογοι με την ελληνικότητα θα αποτελέσουν τον x factor περί εκπλήξεων, κόντρα στους προαποφασισμένους συλλογισμούς.»
Ο Jason Moran (ακούστε το σπουδαίο “From the Dancehall to the Battlefield” από το 2023) στο πιάνο, ο Larry Grenadier στο μπάσο και ο Eric Harland στα ντραμς, τον συνόδευσαν στο πρώτο μέρος, εκεί που στα θέματα από το The Sky Will Still Be There Tomorrow επιβεβαιώθηκε η αξία αυτού καθαυτού του δισκογραφήματος, η live επισκόπησή του, η αρτιότητα του κουαρτέτου, η οικουμενική πολιτισμική συνεισφορά του Lloyd και των μουσικών του. Δεν αποφαίνομαι τεχνοκρατικώς-μακριά από εμάς τέτοιες περιοριστικές θέσεις. Εναργής, δοτικός και κεφάτος, με μια πρωτοκλασάτη παρέα, πράγμα αντιλητπό σε κάποιον που έχει δει είτε μια jazz εμφάνιση, είτε μια σχολική μπάντα, είτε μια συναυλία γενικώς. Κι εκεί πιθανότητα να βρίσκεται το τελικό μέτρο στο να κατανοείς ότι πραγματικά “something is happening here but you don't know what it is” όταν ο εκάστοτε Mr. Jones, πραγματικά ασύνδετος, αταύτιστος, εκτός προϋπολογισμού θεατής, μένει έκθαμβος με το δυναμικό παίξιμο σε μια συναυλία, εν προκειμένω του Lloyd (στο τενόρο αλλά και στο φλάουτο), με τις αρετές του κουαρτέτου να διεισδύουν αναπόφευκτα με πληρότητα εντός του. Καμιά διαστρέβλωση περί τούτου και νομίζω πως αυτό διευκρινίστηκε από τη σύνθεση του κοινού που παρέμεινε μέχρι τέλους, κόντρα στις υψηλές θερμοκρασίες. Επέμειναν οι πιο μεγάλοι, έσπασαν σε δόσεις οι φεστιβαλικοί παροικούντες του Ηρωδείου (ας το δεχτούμε και ας το παραβλέψουμε ως δεδομένη συνθήκη), στηλώθηκε το πολυπληθές τουριστικό ακροατήριο, αλλά και το νεαρότερο.
“Queen and mother of the universe” αποκάλεσε ο -μην το λησμονούμε- 86χρονος Lloyd τη Μαρία Φαραντούρη για να την καλοσωρίσει μαζί με τον Σωκράτη Σινόπουλο για το δεύτερο μέρος της συναυλίας όπου με τη σειρά του χωρίστηκε στα δύο. Το τρίπτυχο Lloyd / Θεοδωράκης / Σινόπουλος στα αντίστοιχα θέματα από τη μια και από την άλλη η αρχαία ποίηση των Ήριννα, Ανύτη, Νοσσίς, Μοιρώ κ.ά. ιδωμένη μέσα από τη μουσική της Λένας Πλάτωνος και την απόδοση του Θάνου Τσακνάκη (Των Σιωπηλών Σπαράγματα, εκδ. Ροδακιό 2021), σε ενορχήστρωση Σινόπουλου. Ο τελευταίος ναι μεν βάστηξε τη λύρα, αλλά και δρομολόγησε το spiritual / folk / fusion τζαμάρισμα με το Sky Quartet.
Ενδεχομένως να έχετε ακούσει τη στουντιακή απόδοση στο “Κράτησα Τη Ζωή Μου” (Athens Concert, 2011. ECM) από τον Lloyd. Πιθανότατα να έχετε διαβάσει πως όταν ο ίδιος ο Θεοδωράκης άκουσε τον σαξοφωνίστα στην κολτρεϊνική -μα τελικώς Lloyd-ική - εκτέλεση του κομματιού, αποκρίθηκε πως «Αυτό είναι το καλύτερο δώρο που έχω λάβει ποτέ». Χαλκέντερος, γενναιόδωρος, σοφός και τελικά φωτισμένος -όπως ακριβολόγησε ένα φίλος στο Facebook- στους χειρισμούς στο πρώτο σκέλος του δεύτερου μέρους, παραμέρισε μα και μερίμνησε ώστε να αφήσει μπόλικο χώρο στις ιδέες του Σινόπουλου πάνω στην Πλατωνική φόρμα στο δεύτερο (η οποία φάνταζε σα να ξεπήδησε μεταμορφωμένη μέσα από το μακροσκελές “Αλλάχ” του Νίκου Γούναρη). Και κάπως έτσι το τζαμάρισμα οδηγήθηκε από τη στιβαρή ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη, με ειρμό μεταξύ των μουσικών, μα και groove παιχνίδισμα. Στο encore, μας αποχαιρέτησαν με το συγκινητικά λυρικό “La Llorona”. Πρόκειται για τη μεξικάνικη folk σύνθεση που μπορείτε να ακούσετε χιλιοδιασκευασμένη μέσα στα χρόνια από πολλούς. Από mariachi, από τους DeVotchKa και τη Chavela Vargas μέχρι την Baez, την Dulce Pontes, και πολλαπλώς ανανεούμενα ιδωμένη από τον Charles Lloyd. Βάλτε τη για λίγο στα ηχεία, είτε από το I Long To See You του 2016, είτε από το 8: Kindred Spirits (Live From the Lobero) του 2020. Θα σας έλεγα πως ενδεχομένως μέσα από το δεύτερο, μια κάποια συναυλιακή ιδέα θα την αποκομίσετε, όμως εφόσον τα δάχτυλα του Moran απουσιάζουν, δε θα είναι αλήθεια. Ο τρόπος που το πιάνο του ακουγόταν, αντηχούσε μια ασύγκριτη έγχορδη οξύτητα, πραγματικά ξεχωριστή από τις στουντιακές καταγραφές.
Μέσα στον ορυμαγδό τόσων απανωτά φανταστικών live shows, ποιος στα αλήθεια μπορεί να με πιστέψει για όσα σας μεταφέρω, για όσα τελικώς αντιστοιχούν με αυτό που απεφάνθη ένας φίλος που βρέθηκε λίγο πιο πίσω από τη δική μου θέση. Τη βραδιά της Πέμπτης 18 Ιουλίου του 2024, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα, πουθενά αλλού στον πλανήτη ολόκληρο, να ακούστηκε καλύτερη μπάντα…