Υπάρχουν κάποια σημεία καμπής τόσο δυνατά για τον δικό μας κόσμο, που είναι εξίσου ισχυρά και για τον άνθρωπο που τα προκαλεί, όταν και αν υπάρχει κάποιος. Αν αυτό που κάνεις έχει τη δύναμη να παρασύρει εκατοντάδες εκατομμύρια κόσμου προς μια κατεύθυνση, είναι αδύνατον να σταθείς ο ίδιος όρθιος σε αυτό τον ανεμοστρόβιλο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Bob Geldof και ένα αντίστοιχο είναι το Live Aid, το υλοποιημένο όραμά του για μια συναυλία-μαραθώνιο το καλοκαίρι του 1985, με τους μεγαλύτερους star της εποχής, που στόχο είχε να μαζευτούν χρήματα για τον λιμό στην Αιθιοπία. Ήταν τότε που μπήκε μπροστά, οργανώνοντας (μαζί με τον Midge Ure) τις συναυλίες που θα συγκέντρωναν περισσότερα από 127 εκατομμύρια δολάρια για τα θύματα της αφρικανικής πείνας (υπολογίζεται οτι εκείνος ο λιμός κόστησε τη ζωή σε περίπου 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους).
Χρόνια αργότερα θα παραδεχόταν ότι αυτό είχε τεράστιο προσωπικό και καλλιτεχνικό κόστος - από τον γάμο του, έως αυτό που ήθελε να κάνει μουσικά. Και μπορεί να μην του αρέσει να ξεκινούν άρθρα από αυτή την αφετηρία, μπορεί να πασχίζει δεκαετίες τώρα να βάλει το μουσικό του έργο πάνω από (ή παράλληλα με) το ακτιβιστικό, αλλά και ο ίδιος αναγνωρίζει -μέσα από τα περιστατικά που περιγράφει κατά καιρούς στις συνεντεύξεις του- αυτή τη θυσία. Η οποία δεν είναι άσχετη και με το μουσικό έργο που ακολούθησε και μας απασχολεί.
«Συνέχισε μόνος σου. Γράφεις όλα τα τραγούδια έτσι κι αλλιώς και είσαι το πρόσωπο της στιγμής»
Εκείνη τη μέρα, βρισκόταν και ο ίδιος στη σκηνή του Live Aid και του Σταδίου Γουέμπλεϊ, με το συγκρότημά του, τους The Boomtown Rats. Και μάλιστα μπροστά στο μεγαλύτερο κοινό τους. Αυτό που δεν ήξερε το κοινό αλλά ήξερε καλά ο Geldof, ήταν ότι η εταιρεία τους είχε απορρίψει το επόμενο άλμπουμ και τους έδειχνε την πόρτα της εξόδου. Τραγική ειρωνεία, αλλά πραγματικότητα για το δισκογραφικό σκεπτικό των '80s. Και όπου απευθύνθηκε, μάλιστα, έπαιρνε πανομοιότυπη απάντηση: «Συνέχισε μόνος σου. Γράφεις όλα τα τραγούδια έτσι κι αλλιώς και είσαι το πρόσωπο της στιγμής».
Πάρτε μια γεύση από αυτό που ζήσαμε στο λόφο της Σάνης
Ο Bob Geldof τελικά συνέχισε μόνος του, αν και το πάλεψε εσωτερικά με τη μπάντα να διατηρήσει και τη σόλο καριέρα και το group, χωρίς επιτυχία. Συνέχισε με σποραδικές κυκλοφορίες, οι περισσότερες αδικημένες, αλλά και με τον ίδιο -μια έντονη προσωπικότητα, που ήξερε πώς να απασχολεί και να βρίσκεται στην επικαιρότητα με διάφορους τρόπους- να βάζει το λιθαράκι του και σε αυτό. Ούτως ή άλλως είναι απολαυστικός χείμαρρος στις συζητήσεις, με πολλά συν και (άντε να δεχτούμε και τα) πλην στον ακτιβισμό του. Αλλά αν αρχίσει κανείς να θεωρεί κάτι τυχαίο σε αυτό το έργο, μάλλον έχει χάσει πολλά κομμάτια από αυτό. Ναι, είναι μια μοναδική προσωπικότητα που «του επιτρέπεται να τα λέει», ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, κι αυτό το έχει κατακτήσει. Κι ας λέει "I hate being Mr F**kin' Save The Universe".
Έφεραν όλα αυτά πίσω τη μουσική του καριέρα;
Δεν θα έπαιρνα όρκο ότι για όλα έφταιγαν οι εταιρίες. Όταν γίνεσαι εκφραστής σε αυτό το επίπεδο, σύμβουλος και επιχειρηματίας, δεν μπορείς να τα κάνεις όλα και σε κάθε περίοδο. Αναγκαστικά θα χαθείς κάποιες περιόδους και θα βγεις στο προσκήνιο ενδεχομένως και μ' αυτό που σε εκφράζει, πέρα από αυτό που ζητάει το κοινό, που κι αυτό εξελίσσεται. Κι ας λέει κατά καιρούς ότι δεν του επιτρεπόταν να κάνει μετά το Live Aid ποπ κομμάτια: «Ήμουν ο Άγιος Bob, όπως με αποκαλούσαν, στον οποίο δεν επιτρεπόταν πια να κάνει αυτό (ποπ μουσική) γιατί είναι ασήμαντο και τόσο ανούσιο».
Όπως και να 'χει, παρά τις προσδοκίες που μπορεί να είχε για κάτι μεγαλύτερο στο μουσικό κομμάτι, ο Geldof δεν είναι τυχαίος. Τιμήθηκε για το "songwriting contribution" του το 2005, από τη Βρετανική Μουσική Βιομηχανία. Για τη μουσική του, δηλαδή. Πρωτοπόρος με τους Boomtown Rats, με αναζητήσεις σε διαφορετικά μουσικά είδη και ήχους, αλλά πάντα με ποπ ευαισθησίες. Αλλά και με σόλο άλμπουμ όπως το υποτιμημένο The Vegetarians of Love του 1990 που ένωσαν τις κοινωνικές/φιλοσοφικές του ανησυχίες, με στίχους ξυράφια ή κυνικούς, με μια νεο-folk προσέγγιση που ένωνε την παράδοση της Ιρλανδίας με την ποπ και τους ήχους του Bob Dylan. Με τα βιολιά του, τα ακορντεόν του και τις ενορχηστρώσεις που πολλές φορές γίνονταν αντίβαρο των όσων πετούσε με δύναμη ο ίδιος στους στίχους του.
Μπορεί να πει κανείς ότι αυτό το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε πάνω από τις τρεις δεκαετίες πριν, είναι και θα είναι η βάση όσων θα ακούσει κανείς σήμερα live από τον ίδιο. Μπορεί να πει κανείς, με ευκολία επίσης, ότι είναι και τύχη, μεγάλη τύχη να έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει σε απόσταση ενός μέτρου έναν καλλιτέχνη και με μια τέτοια all-star μπάντα (να φανταστεί κανείς ότι ο Bρετανός Vince Lovepump που έκλεψε την παράσταση με το βιολί του, έχει παίξει με Van Morrison, Penguin Café Orchestra, Jeff Beck, Kirsty MacColl και Rachid Taha, μεταξύ άλλων), να ερμηνεύει αυτά τα φοβερά διαμαντάκια. Γιατί όσα και να έχει κάνει ο ίδιος, αυτό το έργο, που στο περίεργο και άκυρο ζύγι ακτιβισμού και μουσικής βάζει μια σκιά υπέρ του πρώτου, σήμερα είναι ο επιτυχημένος outsider που απολαμβάνει να παίζει μουσική που γουστάρει, με καταπληκτικούς session μουσικούς που τυγχάνει να είναι φίλοι ή συνοδοιπόροι.
Το άνοιγμα του φετινού Sani Festival έφερε την πρώτη ροκ συναυλία του εκεί
Αλλά κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Όπως όλα τα σημαντικά που έχουν το momentum τους και τους ανθρώπους πίσω από αυτό που θα σκεφτούν κάπως διαφορετικά, πέρα από το προφανές, κι εδώ, στο Sani Festival, υπάρχει ένας: αυτός που σκέφτηκε στα 30 ακριβώς χρόνια ενός -κατά βάση- jazz festival να κάνει ανοίγματα αντίστοιχα με αυτά που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή όχι μόνο σε μεγάλα φεστιβάλ του είδους, αλλά σε φεστιβάλ μουσικής γενικότερα. Ο Γιώργος Μουστάκας, καλλιτεχνικός διευθυντής του Sani Festival, σκέφτηκε φέτος να οργανώσει την πρώτη ροκ συναυλία στην ιστορία του διεθνώς αναγνωρισμένου θεσμού και να τον φέρει στη Χαλκιδική.
Και κάπως έτσι, με τον ασυνήθιστο ενθουσιασμό ενός ανθρώπου που έχει διανύσει χιλιόμετρα σ' αυτό το πεδίο, μας το περιέγραψε από κοντά στις βόλτες και τις συζητήσεις μας στο Sani Resort την προηγούμενη μέρα. Αλλά αν κανείς έχει υπόψη του όλα όσα προαναφέρθηκαν, και κυρίως τον γλυκό και πολλές φορές διονυσιακό neo-folk χαρακτήρα του Geldof και αυτής της μπάντας που τον συνοδεύει (Bobkatz), κι αυτό είναι ένα ακόμα κομμάτι του ίδιου παζλ. Πέρα από την προσωπικότητα Geldof, εδώ έχουμε να κάνουμε μια μπάντα που μπορεί να ξεδιπλώνει τις blues και rock καταβολές της, μπορεί να έχει τις ποπ ευαισθησίες του frontman της, αλλά κατά βάση το ακουστικό στοιχείο και η παράδοση αποτελούν τις βάσεις της. Και σε ένα φεστιβάλ που πάντα κάνει αυτά τα ανοίγματα σε διαφορετικές ρίζες-παραδόσεις, αυτό το live ήταν η πιο έξυπνη φετινή προσθήκη. Που αποδείχθηκε και στην πράξη, μιας και ήταν από τις πιο απολαυστικές συναυλίες του φετινού καλοκαιριού.
Άψογος ήχος, φοβερή μπάντα, ντιλανικές στιγμές, ιρλανδέζικο χρώμα και φυσικά "I Don't Like Mondays"
Και μη νομίζετε ότι κι ο Geldof δεν είχε οργανώσει το υλικό και τις διαφορετικές πτυχές του. Το set ήταν καλά οργανωμένο σε ενότητες. Η αρχή με το κέλτικο κυνικό anthem του "The Great Song of Indifference" έδειχνε μια μπάντα που πήγε στα ψαχτά ως προς τις προσδοκίες αλληλεπίδρασης με το κοινό, αλλά ως group, προετοιμασία και ήχος, είχε βάλει τον πήχυ πολύ ψηλά. Παρά την ταλαιπωρία με τις 4 ακυρωμένες πτήσεις, είχε αποφασίσει να ξεκινήσει δυνατά και με έναν ήχο από τους καλύτερους που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Tο uptempo σόλο κομμάτι του από το Happy Club ("Shine On") και το new wave του "When the Night Comes" των Boomtown Rats έκλεισαν την πρώτη τριάδα, πριν ο Geldof επικοινωνήσει με το κοινό για να προλογίσει «μια σειρά από αγγλικά folk songs που ξέρουμε ότι το ελληνικό κοινό αγαπά».
https://www.facebook.com/avopolis/videos/1723589977999882
Εδώ η μπάντα ερμηνεύει το "I Don't Like Mondays" των Boomtown Rats
Εκεί, η πιασάρικη ποπ με ιρλανδέζικο χρώμα έδωσε τη θέση της σε πιο εσωστρεφείς και ντιλανικές στιγμές του από το Vegetarians of Love ("A Rose at Night" και "Walking Back To Happiness") και μια πιο γυμνή έκδοση του "I Don't Like Mondays" των Rats.
Κάπου εκεί μας επιφύλασσε το τρίτο και ίσως πιο ενδιαφέρον μουσικά μέρος, ξεκινώντας από το τραχύ blues και τις παραμορφώσεις του "Systematic 6-Pack" και συνεχίζοντας με τη μαγική τριάδα ενός άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν δύο δεκαετίες περίπου (Sex, Age & Death), μα ήταν τότε και είναι τώρα σημερινό, με στοιχεία από industrial, pop και electronica που κάνουν το "Mind In Pocket" ένα κομμάτι που σου κολλάει για ώρες στο μυαλό, το "One for Me" ένα από τα πιο αδικημένα γλυκόπικρα ποπ κομμάτια που τραγουδάς ζωντανά ακόμα κι αν δεν ξέρεις καλά τους στίχους, και το "Mudslide" ό,τι πιο κοντά έχει γράψει στον ήχο των Pink Floyd.
Η ευχή και κατάρα του
Ο τρόπος που δομήθηκε το set έμοιαζε με showcase αυτών των διαφορετικών πλευρών του. Αυτή είναι η ευχή και η κατάρα του Bob Geldof, που σε πολλά σημεία, μαζί με τους Boomtown Rats το έψαξε πολύ, πρωτοπόρησε, κατόρθωσε να φέρει τον ήχο του στην πρώτη θέση των charts (με το "Rat Trap") και το προσκήνιο. Από την άλλη, ήταν και είναι ένας καλλιτέχνης που έχει ενσωματώσει κατά περιόδους τόσα πολλά στοιχεία (από new wave, punk και reggae, μέχρι ιρλανδέζικη παράδοση) και έχει ξεκάθαρα δείξει ότι μπορεί να γράφει τραγούδια με όλα τα χαρακτηριστικά ενός ποπ τραγουδιού που σου μένει στο μυαλό, σε μια περίοδο που οι δισκογραφικές εταιρείες είχαν πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις και κουτάκια να καλύψουν, που τελικά κάπου αδίκησε τον εαυτό του και ακόμα περισσότερο αδικήθηκε.
Αν αφήσουμε στην άκρη όλα όσα εξωμουσικά έχει κάνει όλες αυτές τις δεκαετίες, θα δούμε ότι παρά την όχι μεγάλη δισκογραφία του, έχει αφήσει μια ντουζίνα τουλάχιστον πολύ καλά και διαχρονικά κομμάτια που ελάχιστη αισθητική/υφολογική σχέση έχουν μεταξύ τους -μερικά μπροστά από την εποχή τους, άλλα ζεστά για να πουλήσουν σε ένα πιο ποπ ακροατήριο, όπως ακριβώς το είπε και στον τίτλο του άλμπουμ του How to Compose Popular Songs That Will Sell. Μόνο που από το Live Aid και μετά, τα τραγούδια φαίνεται να τα γράφει, αλλά πουλάνε σε ένα στενό κύκλο fans που τον παρακολουθεί ως καλά κρυμμένο μυστικό. Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα των επιρροών του είναι κάτι που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Κι αυτό είναι κάτι που δεν αποτυπώθηκε τυχαία στο live - απλά ταξινομήθηκε αισθητικά στο πρώτο μέρος της συναυλίας.
Κι όταν το κοινό είχε πάρει μια γεύση στις τρεις πρώτες ηχητικές ενότητες του εύρους, ακολούθησαν οι πιο απολαυστικές στιγμές που το ξεσήκωσαν. Το "Room 19" με τα "sha la la" του, τα παλαμάκια του, τα ποπ χρώματα μιας Ιρλανδίας των '90s ("The Chains of Pain") ή τις πιο Van Morrisson στιγμές του. Kαι για το τέλος είχε τα hits, τη reggae του "Banana Republic" (των Boomtown Rats) που ξεσήκωσε τον κόσμο που σηκώθηκε στο μεταξύ (πριν το τραγούδι, μάλιστα, πέρασε το γνωστό μήνυμα: "nationalism kills everything") και το "Love Like A Rocket", που ήρθε περισσότερο στο σημερα.
Και φυσικά το πάντα επίκαιρο στιχουργικά "Rat Trap", την κορυφαία επιτυχία των Boomtown Rats, που έφερε ήχο Springsteen και New Wave μαζί και τους ίδιους στο προσκήνιο, να ταξιδεύουν στις Η.Π.Α. για να προμοτάρουν το άλμπουμ. Ήταν μάλιστα σε αυτή την περιοδεία (τον Ιανουάριο του 1979) που ο Geldof άκουσε για μαζικούς πυροβολισμούς σε σχολείο του Σαν Ντιέγκο και έτσι εμπνεύστηκε το θέμα του δεύτερου συνεχόμενου Νο.1 τους, "I Don't Like Mondays" (από την Brenda Ann Spencer, η οποία πυροβόλησε δύο ενήλικες και τραυμάτισε οκτώ παιδιά σε μια σχολική χαρά, δίνοντας αργότερα την εξήγηση: «Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες»).
Το encore ήρθε με το αγαπημένο μου κομμάτι και ίσως την καλύτερη μελωδία του ίδιου: το "Here's to You", με τη slide κιθάρα του, είναι ένα κομμάτι που θα μπορούσε να είχε γράψει ο George Harrison.
https://www.facebook.com/718173888/videos/418555450334778/
Στο δε φινάλε - επανάληψη του "The Great Song of Indifference" παρέσυραν το κοινό σε ένα ακανόνιστο, αλλά πηγαίο χορό που παρακαλούσε να μην τελειώσει.
Κάπως έτσι δημιουργούνται οι σχέσεις
Εν τέλει, ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας και ο αυθορμητισμός του Geldof και των μουσικών του, ταίριαξαν μια χαρά με το πνεύμα και το κοινό του Sani Festival. Νομίζω ότι κάπως έτσι δημιουργούνται και οι σχέσεις. Με ανθρώπους, με μπάντες, με είδη. Δεν είναι δύσκολο να μαγέψεις το κοινό σε μια τέτοια τοποθεσία, σε έναν υπέροχο λόφο, πίσω από ένα κάστρο. Αλλά είναι δύσκολο να κατακτήσεις αυτή τη χημεία κάνοντας αυτό που απολαμβάνεις και να κερδίσεις ένα κοινό που παράτησε καρέκλες και βρέθηκε εκεί μπροστά για να είναι μαζί-κοντά σου.
Αμέσως μετά, την ώρα που υπέγραφε το setlist για το Avopolis, ο Bob Geldof δήλωσε στην κάμερα του Euronews και στον Γιώργο Μητρόπουλο (και πάλαι ποτέ συνεργάτη του Sonik, του περιοδικού του Avopolis.gr): «Παρά τα προβλήματα με τις αεροπορικές εταιρίες και τις ακυρώσεις των πτήσεων, το να δίνω μια δίωρη συναυλία, είναι μια εμπειρία κάθαρσης για μένα. Αισθάνομαι τώρα ψυχολογικά αναζωογονημένος. Είμαι βέβαια πολύ κουρασμένος, γιατί δεν έχω κοιμηθεί λόγω της αλλαγής πτήσεων. Αλλά το μυαλό μου είναι καθαρό. Αύριο δεν θα είναι, αλλά αυτή την στιγμή, είμαι μια χαρά».
Κάπως έτσι, με καθαρό μυαλό φύγαμε κι εμείς από το λόφο της Σάνης, ανοίγοντας συζητήσεις μουσικές περί crossover, παράδοσης, αλλά και με εικόνες-εμπειρίες που δεν καταγράφηκαν στο κινητό, αλλά στη μνήμη μας. Ήταν η πρώτη μου επαφή -εκ του σύνεγγυς- με το Sani Festival και δεν είναι και τυχαίο ότι αυτή η ιδέα του Σταύρου και της Νϊκης Ανδρεάδη, που ξεκίνησε ως Jazz on the Hill το 1992, καταγράφεται από κάποιους φέτος στα κορυφαία ευρωπαϊκά φεστιβάλ και σίγουρα (και από εμάς) στους σημαντικότερους πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας.
«Ο ακτιβισμός, η αντίδραση σε ό,τι συμβαίνει, δεν μπορεί να έλθει πια μέσα από την ποπ»
Οι συζητήσεις βέβαια δεν σταμάτησαν εκεί. Όταν έχεις μια τέτοια προσωπικότητα, να κάνει αυτού του τύπου τις αναλύσεις, αναπόφευκτα η κουβέντα, στα ποτά που ακολουθούν, δεν σταματάει στη μουσική ως ήχο. Αλλά περνάει και από τη δύναμη και επιρροή της σε όσα βιώνουμε. Ο Bob Geldof, πάντως, διευκρίνισε στο Euronews ότι πλέον είναι διαφορετικοί οι τρόποι με τους οποίους θα έρθει η όποια αλλαγή: «Ο ακτιβισμός, η αντίδραση σε ό,τι συμβαίνει, δεν μπορεί να έλθει μέσα από την ποπ, γιατί πιστεύω ότι η περίοδος της ροκ μουσικής έχει πλέον τελειώσει. Διήρκεσε από το 1956 μέχρι το 2000, ίσως έως το 2005. Τότε η ποπ μουσική ήταν η ραχοκοκαλιά του πολιτισμού μας. Ήταν κάτι που το αντιλαμβανόμασταν στα πάντα. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Η αιτία είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα social media θα είναι ο μηχανισμός, το πεδίο, όπου μπορεί να συμβεί κάτι στο μέλλον. Αλλά για να υπάρξει αποτέλεσμα, πρέπει να υπάρξει διάχυση, επέκταση. Ένας τρόπος για να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα είναι ότι η διασπορά του μέσου οδήγησε στην αλλοίωση, στην καταστροφή του μηνύματος. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ο καθένας έχει πλέον social media. Έχει πρόσβαση σε αυτά. Όλοι έχουν την δική τους άποψη. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει ένας θόρυβος. Ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει κάτι, είναι να οργανώσουμε και να εργαστούμε συλλογικά προς έναν συγκεκριμένο στόχο. Είναι ο μόνος τρόπος για να έχουμε κάποιο αποτέλεσμα. Και σίγουρα οι συναυλίες δεν βοηθούν. Πολλοί δίνουν συναυλίες για διαφορετικούς σκοπούς, όλη την ώρα. Μάθαμε κάτι γι’ αυτές; Όχι! Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υπήρξαν διαδικτυακές συναυλίες. Υποθέτω ότι δισεκατομμύρια άτομα τις παρακολούθησαν. Γνωρίζει κάποιος κάτι για αυτές; Όχι! Λέμε εντάξει. Ας πάμε να παρακολουθήσουμε την επόμενη».
Από όσα έχει κάνει όλες αυτές τις δεκαετίες ο Bob Geldof -κι ας είναι κολλημένο το ρολόι για πολλούς στα μέσα των '80s- είναι αδύνατον να μη σταθεί κανείς στη γενική εικόνα: μια προσωπικότητα από αυτές που σπάνια περνούν από τον πλανήτη μας, ένα ταλέντο μουσικό που άφησε πίσω του αρκετά σημεία αναφοράς και μια φωνή ενάντια στην παγκόσμια αδικία, που δεν τα κατάφερε τυχαία. Αν έχει κανείς διαβάσει ή ακούσει συνεντεύξεις του, όπως αυτήν που παραθέσαμε, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι απλώς ενημερωμένος για όσα συμβαίνουν, αλλά έχει τεκμηριωμένη άποψη και για το «πώς», τις λύσεις κάθε εποχής. Μπορεί κανείς να χλευάσει όσο θέλει ή να υποτιμήσει μια τέτοια προσωπικότητα, αλλά δεν μπορείς παρά να σταθείς με προσοχή στις κάθε είδους (μουσικές ή κοινωνικές) αναλύσεις που κάνει με περισσή ευκολία. Κι αυτό κάνει την εμπειρία και το καλλιτεχνικό δέσιμο μαζί του πολύ πιο γερό και ουσιαστικό.