Δεν ξέρω πόσοι δίνουν σημασία στους τίτλους και τα κείμενα ή τα αφιερώματα των παραστάσεων και προφανώς δεν είμαι εγώ αυτός που θα υποδείξει σε κάποιον ο οποίος πάει να ακούσει Σταύρο Ξαρχάκο να πληροφορηθεί πρώτα από αυτά τι είναι αυτό που μουσικά πραγματεύεται κάθε φορά. Κι ας μιλάμε για έναν μεγάλο συνθέτη που σε αυτή την ηλικία, αυτή τη χρονιά, φαίνεται πιο ενεργός συναυλιακά από ποτέ, με διαφορετικά και παράλληλα project, που το καθένα έχει τις δικές του απαιτήσεις, αναφορές και ζητούμενα. Όλα αυτά τα σκεφτόμουν κατηφορίζοντας τον λόφο της Σάνης, μετά από το συναυλιακό αφιέρωμα (στο πλαίσιο του Sani Festival) στην κρητική και ποντιακή παράδοση, υπό τον τίτλο «Ερόδισ’ η ανατολή και ξέφεξεν η δύση -Από τον Πόντο ως την Κρήτη», ακούγοντας κάποια σποραδικά σχόλια όσων (ελάχιστων) περίμεναν να ακούσουν... Σταύρο Ξαρχάκο. Η νίκη, όμως, μιας τέτοιας παράστασης πατάει πάνω στην αποδοχή και αλληλεπίδραση και από αυτή τη μερίδα θεατών και σαφέστατα αυτή καταγράφηκε.
Για όλους τους υπόλοιπους, στο project αυτό πήραμε τη σωστή δοσολογία μιας ισορροπίας σεβασμού και αναδόμησης μιας παράδοσης με κοινό άξονα τα βασικά μουσικά λαϊκά όργανα των Ελλήνων του Πόντου και της Κρήτης, την ποντιακή και κρητική λύρα. Και στο παρελθόν έχουν γίνει προσπάθειες ανάδειξης αυτών των συγγενειών και ίσως ακόμα πιο φιλόδοξες. 10 χρόνια πριν είχε παρουσιαστεί στο Ηρώδειο η εντυπωσιακή μουσικοχορευτική παράσταση Κρήτη και Πόντος σμίξανε, με δρώμενα, χορούς και τραγούδια από την Κρήτη και τον Πόντο, με δεξιοτέχνες χορευτές και μουσικούς. Εδώ, όμως, ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα προσπαθούσε να χωρέσει μια συνολική καταγραφή, αλλά θα πατούσε σε κοινά χαρακτηριστικά εμβληματικών τραγουδιών που είναι κτήμα πολλών Ελλήνων, από οποιοδήποτε τμήμα της Ελλάδας κι αν κατάγονται. Κι αυτό καθορίστηκε από τη διαχρονική φιλοσοφία του Σταύρου Ξαρχάκου να φέρνει τα πάντα στα δικά του μέτρα και αισθητική, αλλά και την κατάκτησή του όλα αυτά τα χρόνια, να τοποθετεί τη σφραγίδα του σε συμπαγή αφιερώματα που δεν χρειάζεται να εντυπωσιάσουν με το πόσο ολοκληρωμένα είναι. Ήταν και το κλειδί όχι μόνο αυτής της αποδοχής, αλλά και της παραδοχής ότι περάσαμε και καλά με μια «τόσο-όσο» αναλογία: σε διάρκεια, σε αυτή τη συνομιλία των δύο οργάνων και παραδόσεων, αλλά και την επιλογή των τραγουδιών.
Με τη συνοδεία σύγχρονων μουσικών οργάνων, αλλά και δύο ερμηνευτών - εκπροσώπων της παράδοσης, του «Χαΐνη» Δημήτρη Αποστολάκη (Κρήτη), και του Αλέξη Παρχαρίδη (Πόντος), μαζί με την Ηρώ Σαΐα, ο Σταύρος Ξαρχάκος πάτησε σε αναγνωρίσιμες (από το κοινό) σταθερές, αλλά και ταυτόχρονα σε κάποιες δοκιμασμένες συνταγές που στηρίχθηκαν σε εμπεδωμένη γνώση και τριβή των τραγουδιστών του. Για παράδειγμα, το ποντιακό «Ξενιτεία το φαρμάκι σ'», το είχε ερμηνεύσει η Ηρώ Σαΐα σε παλιότερο τηλεοπτικό αφιέρωμα (στο «Στην υγειά μας ρε παιδιά») μαζί με τον Ματθαίο Τσαχουρίδη και μάλλον δεν το είχε μόνο αγαπήσει, αλλά και κατακτήσει από τότε. Ξεκινώντας από εκείνη την αφετηρία, αλλά μαζί με τον εξαιρετικό Παρχαρίδη, το τραγούδι στηρίχτηκε πλέον σε μια πιο σύγχρονη βάση, με πιάνο, μπάσο και ντραμς να δίνουν το ρυθμικό καμβά στον οποίο ο κόσμος άρχισε να συντονίζεται.
Ο Δημήτρης Αποστολάκης ξεκίνησε με το «Όσο βαρούν τα σίδερα» του Στέλιου Φουσταλιέρη, ένα τραγούδι αντιπροσωπευτικό της αστικής λαϊκής μουσικής παράδοσης της Κρήτης, που οι περισσότεροι εξ ημών το ακούσαμε στα Ερωτικά του Νίκου Ξυλούρη (1977). Και αυτή η επιλογή επίσης δεν ήταν τυχαία, αλλά αντίθετα αποτελεί και προσωπική αγάπη του Αποστολάκη, την οποία και είχαμε ακούσει στην παράσταση Η Κάθοδος των Σαλτιμπάγκων, μια παράσταση που παρουσίασαν οι Χαΐνηδες, από το φθινόπωρο του 2007 μέχρι το φθινόπωρο του 2008, μαζί με τους Mode Plagal. Εδώ δεν είχαμε (όπως τότε) τη Μάρθα Φριντζήλα να συνοδεύει, παρόλα αυτά και η επιλογή και η απόδοσή του σε έκανε να νιώθεις ότι μπάντα και ερμηνευτές το έχουν κατακτήσει. Η διαδρομή από το μπουλγαρί σε μια πιο σύγχρονη και πειραγμένη εκτέλεση που περνάει από τους Χαϊνηδες και έρχεται εδώ να σφραγιστεί από τον ήχο του Ξαρχάκου, δεν είναι και τόσο μεγάλη τελικά.
Και κάπως έτσι, ξεκίνησε και κορυφώθηκε αυτή η συναυλιακή συμπόρευση των δύο παραδόσεων, με τραγούδια που γνώριζε το κοινό. Αυτή η συνομιλία ποντιακής και κρητικής λύρας πάτησε σε ρυθμούς και εναλλαγές χωρίς παύση. Μια με τη λαϊκή παράδοση της Κρήτης και τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου που ήρθε από τον 17ο αιώνα στο σήμερα, στη μελοποιημένη μορφή του από τον Χριστόδουλο Χάλαρη. Μια με τραγούδια παραδοσιακά της Κρήτης που ήταν μέρος της παράστασης Η κάθοδος των σαλτιμπάγκων, όπως το «Η λεβεντιά είναι μια πληγή». Μια με το πολυδιασκευασμένο «Μεσοπέλαγα αρμενίζω» του Κώστα Μουντάκη (εδώ με την εξαιρετική σε αυτό Ηρώ Σαϊα και τον Αποστολάκη σε δεύτερα φωνητικά). Και κοινό παρονομαστή σε όλα αυτά τη γνωριμία αυτών με το κοινό από τον Νίκο Ξυλούρη. Αλλά και ριζίτικα, όπως το «Σε ψηλό βουνό...», ή το «Μάνα λούζε με» (ή λούγε με). Μόνη (επιφανειακή) παραφωνία αυτών των επιλογών, ήταν το πασίγνωστο παραδοσιακό τραγούδι της αγάπης από την Ήπειρο «Στης πικροδάφνης τον ανθό», για το οποίο όμως είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν τυχαία η επιλογή, αλλά δείγμα συνδέσμου.
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσες ήταν οι εναλλαγές. Το παραδοσιακό ποντιακό «Τσάμπασιν», που ερμήνευσε κάποτε (και) ο Στέλιος Καζαντζίδης, διαδέχθηκε το κρητικό «Γι' αυτο ζηλεύω τα πουλιά». Ακολούθησε το ποντιακό «Πατρίδα ’μ αραεύω σε» των Χρηστου Αντωνιάδη και Κώστα Σιώπη. Εμβληματικό και επίκαιρο όσο ποτέ, με το «Στα ξένα είμαι Έλληνας, Και στην Ελλάδα ξένος», ένα τραγούδι που πραγματεύεται έννοιες όπως την ξενιτιά, τον πρόσφυγα, τις συχνές μετακινήσεις λόγω της Γενοκτονίας των Ποντίων, αυτά που έμειναν πίσω και την μεγάλη αλήθεια για όλους τους πρόσφυγες διαχρονικά.
Στις εναλλαγές και τη σειρά των τραγουδιών καταλαβαίναμε ότι κομμάτια παραδοσιακά ή ενός αιώνα πριν ή και σχετικά πιο σύγχρονα, με διαφορετικές αφετηρίες και αισθητική, έγιναν μία παράσταση με συνοχή και νόημα. Ντραμς και λύρα μας έφεραν σε μια σχεδόν διονυσιακή κατάσταση στο τραγούδι «Η τίγρη» του Αποστολάκη και των Χαϊνηδων, κι ας μην φανταζόμασταν ποτέ ότι θα το βιώναμε χωρίς τη γκάιντα που έκανε την πρώτη ηχογράφηση (με τον Ψαραντώνη) τόσο ξεσηκωτική.
Εκεί, στα τελευταία, έχω την εντύπωση ότι η μπάντα απογειώθηκε και απογείωσε όλα αυτά που μπορούν να μπουν κάτω από την ευρεία ταμπέλα της παράδοσης και των σύγχρονων εκφάνσεών της. Πιάνο, μπάσο και κιθάρες βγήκαν αρκετά μπροστά και ένιωθες ότι όλο αυτό που υπόγεια και με πινελιές πλαίσιωνε έστω και μια πιο σύγχρονη και Ξαρχακική απόδοση αυτής, στο τέλος πήρε τον όγκο που του αναλογεί. Τόσο στο «Τούτο το μήνα (Μαύρα μου μάτια)», όσο και στο «Φιλεντέμ / Μια παντρεμένη αγαπώ», οι Νεοφυτίδης (πιάνο), Ταυλάς (κιθάρες) και Κελλάρης (μπάσο) δεν έδωσαν μόνο νέα διάσταση στα τραγούδια (ειδικά στο τελευταίο που από τη δεκαετία του 1930 και τον Στέλιο Φουσταλιέρη, άλλαξε ήδη μορφή τα νεότερα χρόνια, και από «Φιλεντέμ» έγινε το «Μια παντρεμένη αγαπώ…», από τον Νίκο Ξυλούρη), αλλά έκαναν το κοινό να διαπιστώσει ότι δεν είναι και τεράστια η απόσταση του τούρκικου αμανέ από ένα ηλεκτρικό και πιο ξεσηκωτικό τραγούδι του (ας το πούμε) σήμερα.
Κι εκεί κάπου, στην κορύφωση, ήρθε και το τέλος, αφήνοντας τους πάντες αρχικά με μια έκπληξη, αλλά και αποφεύγοντας τον κορεσμό σε ένα φαινομενικά δύσκολο αφιέρωμα για τους πολλούς. Με αυτές τις πινελιές (στα όρια της τζαζ κάποια στιγμή), με μια ροή που φανέρωνε με τον δικό της τρόπο τις συγγένειες, με τραγούδια που οι ερμηνευτές τους είχαν χωνέψει ακόμα και πολύ πριν τη δημιουργία αυτής της παράστασης, ο Σταύρος Ξαρχάκος κατάφερε να κάνει τα δύσκολα εύκολα και να αφήσει με αίσθημα ικανοποίησης ακόμα και ανθρώπους που είχαν μικρή γνώση και της παράδοσης και των συγγενειών και των τραγουδιών αυτών.
Τη σημασία αυτής της συναυλιακής οικονομίας και του αρχηγού που ξεκινάει από τις ατομικές βάσεις των ίδιων των μελών ενός συνόλου, δεν την αντιληφθήκαμε απλά - ήταν μέρος αυτής της απόλαυσης ενός από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά project που έχει παρουσιάσει το Sani Festival, στην ελληνική του μέρα, μια εβδομάδα πριν κλείσει με τον σπουδαίο jazz σαξοφωνίστα, Jan Garbarek. Και πλέον έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα και του οράματος, που μοιάζει να διαφοροποιείται τα τελευταία δύο χρόνια, πλησιάζοντας πολύ το εύρος ανάλογων διεθνών φεστιβάλ. Είναι πολύ δύσκολο να ανοίξει κάποιος τη βεντάλια χωρίς να έχει το πλήθος των διαφορετικών ονομάτων για να το υποστηρίξει. Φτάνοντας, βέβαια, στο τέλος και βλέποντας τις ιδιαιτερότητες κάθε εμφάνισης, αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα και τα πιο δύσκολα ή και πιο εύκολα σχήματα, είχαν λόγο ύπαρξης κάτω από το όραμα αυτό, κι αυτό πιστώνεται σαφώς σε όλους όσοι επέμειναν σε ένα πιο ευρύ φάσμα ήχων.